Πέντε από τις 10 κύριες αιτίες θανάτου το 2000 ήταν μεταδοτικές ασθένειες και τέσσερα μη μεταδιδόμενες, ενώ 19 χρόνια αργότερα, οι όροι είχαν αντιστραφεί, με 7 κυριότερες αιτίες να είναι μη μεταδιδόμενα νοσήματα, και τρία μεταδιδόμενα.
Χρόνιες παθήσεις, όπως καρδιαγγειακά, καρκίνος, χρόνια αναπνευστικά νοσήματα και διαβήτης αποτελούσαν το 59,5% των θανάτων το 2000 και έφτασαν το 73,9% το 2019, ενώ τα μεταδιδόμενα νοσήματα έπεσαν από 32,2% το 2000 σε 18,2% το 2019. Τα ατυχήματα παρέμειναν σταθερά στο 8% των θανάτων συνολικά.
Όμως η καλύτερη πρόληψη, διάγνωση και θεραπείες οδηγούν σταθερά σε μείωση της πρόωρης θνησιμότητας από μη μεταδιδόμενα νοσήματα, κατά 20% περίπου, διεθνώς.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, ένα άτομο ηλικίας 30 ετών το 2000 είχε 22,7% (από 18,7 μέχρι 27,2%) πιθανότητα να πεθάνει από ένα από τα τέσσερα κύρια μη μεταδιδόμενα νοσήματα, δηλαδή από καρδιαγγειακή νόσο, καρκίνο, χρόνια αναπνευστική νόσο και διαβήτη, πριν από την ηλικία των 70 ετών.
Αυτός ο κίνδυνος μειώθηκε κατά 20% περίπου, στο 18,2% (από 14,2 μέχρι 23%) το 2019, πριν την έναρξη της πανδημίας.
Τα στοιχεία αυτά διαπιστώνει η έκθεση του ΠΟΥ για τις Στατιστικές Υγείας 2024 που δόθηκε στη δημοσιότητα.
Η έκθεση επισημαίνει όμως και τις ανισότητες υγείας ανά τον κόσμο, τονίζοντας ότι οι ανισότητες αυτές εντοπίζονται τόσο στο επίπεδο της βελτίωσης της κατάστασης, όσο και στο ρυθμό προόδου που καταγράφεται στην κατεύθυνση αυτή.
Επίσης τονίζει ότι παρά την πρόοδο που συντελείται διεθνώς στη μείωση της θνησιμότητας, εντούτοις οι ρυθμοί είναι τόσο χαμηλοί που δεν προβλέπεται να πετύχουμε τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης στην υγεία ως το 2030.
Οι περιοχές
Η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου ξεκίνησε με τον υψηλότερο κίνδυνο πρόωρης θνησιμότητας (στο 27,2% με απόκλιση από 19,4 μέχρι 36,4%) το 2000 και, παρά τη μείωση κατά 15,4%, ο κίνδυνος το 2019 έφτασε το 23% (από 15,9–31,5%) και παρέμεινε υψηλός σε σύγκριση με άλλες περιοχές, με εξαίρεση την Νοτιοανατολική Ασία, όπου η πρόοδος παρέμεινε στάσιμη την περίοδο 2000–2019.
Αντίθετα, η Περιφέρεια της Αμερικανικής Ηπείρου είχε τον χαμηλότερο κίνδυνο πρόωρης θνησιμότητας από μη μεταδιδόμενα νοσήματα (18,2% – από 16,6–19,9%) το 2000, σε σύγκριση με τις λοιπές περιφέρειες και παρέμεινε στο χαμηλότερο επίπεδο (13,9% – από 12,3–15,7%) και το 2019, με τη μείωση να φτάνει συνολικά το 23,8% από το 2000 ως το 2019.
Οι άλλες τρεις περιφέρειες ξεκίνησαν σε παρόμοια επίπεδα (22,2–23,9%) το 2000. Ωστόσο, η Αφρική σημείωσε μέτρια μείωση (10,9%) και έφτασε σε κίνδυνο πρόωρης θνησιμότητας 21,3% (13,5–31,3%) το 2019.
Η μεγαλύτερη μείωση από όλες τις περιφέρειες παρατηρήθηκε στην Ευρώπη και την περιοχή του Δυτικού Ειρηνικού με μείωση 32% και 28%, αντίστοιχα.
Παρά την πρόοδο, ο ρυθμός μείωσης της θνησιμότητας επιβραδύνεται. Έτσι από την αρχή που τέθηκαν οι στόχοι βιώσιμης ανάπτυξης το 2015 ως το 2019, η επιβράδυνση ξεπέρασε το 50%,
Το μέσο ετήσιο ποσοστό μείωσης να επιβραδύνεται σημαντικά, κάτω του 1% διεθνώς μετά το 2019, με αποτέλεσμα ο κόσμος να μην βρίσκεται σε καλό δρόμο για την επίτευξη των στόχων βιώσιμης ανάπτυξης του 2030.
Η μόνη περιοχή όπου παρατηρήθηκε κάποια επιτάχυνση στη μείωση της θνησιμότητας από μη μεταδιδόμενες ασθένειες ήταν η Περιφέρεια της Ανατολικής Μεσογείου, όμως ήταν κάτω από τον μισό ρυθμό που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων.
SOS από την Νοτιοανατολική Ασία
Η περιοχή που προκαλεί τη μεγαλύτερη ανησυχία για την επίτευξη των στόχων είναι η περιοχή της Νοτιοανατολικής Ασίας, όπου ενώ μεταξύ 2000-2015 υπήρχε μια αργή πτωτική τάση, στη συνέχεια παρατηρήθηκε αύξηση της πρόωρης θνησιμότητας από μη μεταδιδόμενα νοσήματα τα έτη 2015–2019.
Όλες οι άλλες περιοχές υπέστησαν σημαντικές μειώσεις, ξεκινώντας από μείωση 8% στην περιοχή της Αφρικής για να φτάσει πάνω από ένα τρίτο μείωσης στην περιοχή του Δυτικού Ειρηνικού.
Η πανδημία
Περίπου 60 χώρες με καλά ζωτικής σημασίας δεδομένα καταγραφής που είναι διαθέσιμα για το 2020 ή και το 2021 παρουσιάζουν μια μικτή εικόνα της πρόωρης θνησιμότητας από μη μεταδιδόμενα νοσήματα κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Η έκθεση παρατηρεί πως σε ορισμένες χώρες η μείωση της θνησιμότητας από χρόνια νοσήματα είτε αναχαιτίστηκε είτε και αυξήθηκε στη διάρκεια της πανδημίας εξαιτίας των περιορισμών που τέθηκαν στις υπηρεσίες υγείας, ενώ σε άλλες χώρες η μείωση της πρόωρης θνησιμότητας από μη μεταδιδόμενα νοσήματα ενισχύθηκε.
Υπογραμμίζει όμως ότι ενδεχομένως αυτά τα δεδομένα να είναι τεχνητά, καθώς οι ασθενείς με μη μεταδιδόμενα νοσήματα να διατρέχουν επίσης μεγαλύτερο κίνδυνο να πεθάνουν πρόωρα από COVID-19 – οπότε και να καταγράφονται ως θάνατοι από COVID-19.
Η έκθεση καταλήγει επισημαίνοντας πως ακόμη δεν γνωρίζουμε όλα τα δεδομένα για την πορεία της θνησιμότητας από μη μεταδιδόμενα νοσήματα στη διάρκεια της πανδημίας, καθώς χρειάζονται περισσότερα και καλύτερα δεδομένα αιτιών θανάτου για να τεκμηριωθούν οι τάσεις κατά τη διάρκεια και μετά την πανδημία.