Συνολικά δεκαπέντε σελίδες εξέδωσε η Ελεγκτική Υπηρεσία ως απάντηση στις επικρίσεις που δέχεται από την Ερευνητική Επιτροπή για τις πολιτογραφήσεις αλλοδαπών επενδυτών, για ελλιπή έλεγχο που άσκησε το 2016 σε σχέση με το επενδυτικό πρόγραμμα.
Μεταξύ πολλών άλλων, αναφέρεται στην ανακοίνωση ότι:
Σε αντίθεση με τον εκσυγχρονισμό των Ανωτάτων Ελεγκτικών Ιδρυμάτων και την εισαγωγή από το 1977 προτύπων που διασφαλίζουν την ποιότητα των διενεργούμενων ελέγχων, η Ελεγκτική Υπηρεσία της Κύπρου παρέμεινε για δεκαετίες προσκολλημένη σε ένα μοντέλο ελέγχου που αφορούσε μόνο ένα γενικό έλεγχο εντός των Υπουργείων, Τμημάτων και άλλων οργανισμών. Η μη ολοκληρωμένη τήρηση διεθνώς αποδεκτών προτύπων, εξ ορισμού αυξάνει τον κίνδυνο να μην εντοπιστεί κατά τη διάρκεια ενός ελέγχου κάποιο πρόβλημα.
Μέχρι και το 2017 ο έλεγχος που γινόταν εντός των Υπουργείων ήταν γενικός προστίθεται.
Στο πλαίσιο ενός τέτοιου γενικού ελέγχου, αναφέρεται, μία λειτουργός της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, μετέβη το 2016 στο Υπουργείο Εσωτερικών για δύο εβδομάδες και εξέτασε τις διαδικασίες απόδοσης της κυπριακής υπηκοότητας, και όχι μόνο τις κατ’ εξαίρεση πολιτογραφήσεις.
Προστίθεται ότι η λειτουργός, λόγω της πολύ επιφανειακής φύσης του ελέγχου που διενεργούσε, και δίνοντας πίστη και στα όσα της αναφέρθηκαν από την αρμόδια λειτουργό του Υπουργείου Εσωτερικών, δεν αντιλήφθηκε το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος.
Σημειώνεται ακόμα ότι η Προϊσταμένη της λειτουργού που παρέλαβε προσχέδιο της επιστολής της λειτουργού μαζί με υποστηρικτικό υλικό, δεν αξιολόγησε τα ευρήματα ως τέτοια που θα δικαιολογούσαν προτεραιοποίηση του χειρισμού του θέματος. Δεν ενημερώθηκε η αρμόδια Ανώτερη Πρώτη Ελεγκτής ούτε και ο Γενικός Ελεγκτής.
Ο Γενικός Ελεγκτής έδωσε στις 10 Ιουλίου του 2019 οδηγίες για πλήρη έλεγχο και την επομένη ζητήθηκαν από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού τα στοιχεία. Τα στοιχεία ουδέποτε δόθηκαν στην Ελεγκτική Υπηρεσία και σε επιστολή του ημερ. 20 Ιανουαρίου 2020 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξέφρασε την άποψη ότι δεν έχει το δικαίωμα διεξαγωγής τέτοιου ελέγχου.
Η Ελεγκτική Υπηρεσία υποστηρίζει ότι στο τελικό πόρισμα της η Ερευνητική Επιτροπή χρησιμοποιεί παραπλανητικούς ισχυρισμούς, αποκρύβει τη γνώση που λάμβανε και την εμπλοκή που είχε ο ίδιος ο Βοηθός Γενικού Ελεγκτή, ο οποίος ο οποίος ήταν ένα από τα μέλη της ερευνητικής επιτροπής.
Η Επιτροπή, χωρίς να εξηγεί γιατί, σημειώνεται, δεν κάνει καμία αναφορά στην περίοδο προ του 2015, ίσως επειδή μεταξύ των ετών 2013-2015 ο Βοηθός Γενικού Ελεγκτή είχε οριζόντια καθήκοντα που περιλάμβαναν και το Πρόγραμμα των Πολιτογραφήσεων.
Επαναλαμβάνεται ότι έχει ενημερωθεί ο αρμόδιος Ευρωπαίος Επίτροπος για την κατάφωρη παραβίαση κάθε αρχής αμεροληψίας, και την ευρεία και διάχυτη ύπαρξη καταστάσεων σύγκρουσης συμφέροντος, από μέλη της Επιτροπής, κυρίως από τον βοηθό γενικού ελεγκτή.