Η Εκκλησία έχει τις δικές της δικαστικές διαδικασίες, που ενεργοποιούνται εφόσον στοιχειοθετείται υπόθεση εναντίον μέλους της, ανέφερε στο ΚΥΠΕ εκκλησιαστική πηγή σε σχέση με τις καταγγελίες γυναίκας ότι ιερωμένος που κατείχε εκκλησιαστικό αξίωμα, είχε διαπράξει σεξουαλικής φύσεως αδικήματα εναντίον της.
Η ίδια πηγή ανέφερε πως την περασμένη εβδομάδα, κλιμάκιο της Αστυνομίας μετέβη στην Αρχιεπισκοπή για συνάντηση με τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Β`, ώστε αυτός να καταθέσει τι γνωρίζει για την υπόθεση αυτή. Σημείωσε ακόμη πως η γυναίκα αυτή είχε προβεί στην καταγγελία αυτή και πριν κάποια χρόνια στον Αρχιεπίσκοπο, ο οποίος, ωστόσο, δεν έκρινε τη μαρτυρία της ως αξιόπιστη. Υπογράμμισε, παράλληλα, πως εφόσον υπάρχουν αξιόπιστες μαρτυρίες και επαρκή στοιχεία, ο Αρχιεπίσκοπος «δεν χαρίζεται», ειδικά σε ό,τι αφορά τέτοιου είδους παραπτώματα.
«Πρέπει να κατατεθούν τα στοιχεία και να δούμε το αποτέλεσμα αστυνομικής έρευνας. Όταν η αστυνομική έρευνα προχωρήσει και δείξει ότι υπάρχουν στοιχεία και μαρτυρίες ώστε να στοιχειοθετείται μια υπόθεση, η Εκκλησία πάντοτε βλέπει τα θέματα αυτά που αφορούν μέλη της», ανέφερε η εκκλησιαστική πηγή.
Πρόσθεσε πως η Εκκλησία «έχει το δικό της δικαστήριο, έχει Επιτροπή που ορίζεται από την Ιερά Σύνοδο η οποία εξετάζει μαρτυρίες, έγγραφα, αποδεικτικά στοιχεία, υλικό κ.λπ.».
Σημείωσε, περαιτέρω, πως «κάθε Μητρόπολη έχει το δικό της δικαστήριο για τους δικούς τους ιερωμένους. Η ποινή που μπορεί να επιβάλει ένας Δεσπότης από μόνος του, φτάνει μέχρι έξι μήνες αργία. Δεν μπορεί να καθαιρέσει από μόνος του. Για να προβεί σε μεγαλύτερες ποινές, δηλαδή επ’ αόριστον αργία, ή καθαίρεση κ.ο.κ, πρέπει ο Δεσπότης αυτός να φέρει το θέμα στη Σύνοδο για να το εξετάσει η αρμόδια Επιτροπή της Συνόδου, που αποτελείται από αρχιερείς αλλά και από κληρικούς-νομικούς», πρόσθεσε.