
Στις 5 Μαΐου του 1999 η καρδιά του Βασίλη Διαμαντόπουλου σταμάτησε να χτυπά μετά από 79 χρόνια. Ταμένος στο θέατρο και στη ζωή, στον αγώνα για τον συνάνθρωπο, επέμενε: «Εγώ ευτυχώς δεν έχω πάψει να ονειρεύομαι. Δεν έχω πάψει να θέλω. Βέβαια αυτό κοστίζει κόπους, διαψεύσεις, όμως αυτό δεν με πειράζει. Το να αγωνίζεται κανείς είναι κι αυτό μια ηδονή».
Ακολουθώντας τις προτροπές της οικογένειάς του να σπουδάσει κάτι που θα του εξασφαλίσει τον βιοπορισμό του, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος εισήχθη στην Νομική όπου και φοίτησε μέχρι το 4ο έτος. Όμως τα παράτησε όλα, μια που οι προτροπές του φίλου του σκηνοθέτη Ντίνου Δημόπουλου από το σχολείο ακόμα ότι έχει ταλέντο και πρέπει να ασχοληθεί με την υποκριτική, οδήγησαν τον Βασίλη Διαμαντόπουλο τελικά στο Θέατρο Τέχνης και τον Κάρολο Κουν. Εκεί μαθήτευσε, εκεί έπαιξε Ίψεν, Τσέχωφ, Σαίξπηρ, Πιραντέλο, Ξενόπουλο, Λόρκα, Τένεσι Ουίλιαμς. Έκτοτε δήλωνε ες αεί γοητευμένος από ταλέντο του Κάρολου Κουν, και στην ερώτηση ποιος άνθρωπος του θεάτρου απ’ όλους όσους συνάντησε του προκάλεσαν δέος με τη τέχνη τους, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος απαντούσε ακαριαία: ο Κάρολος Κουν και ο Μίνως Βολανάκης.
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Βασίλης Διαμαντόπουλος αφιερώθηκε στο θέατρο με τον δικό του απολύτως προσωπικό και σχεδόν ασκητικό τρόπο. Το θέατρο όπου ανέβαζε τις παραστάσεις του, το Σύγχρονο Θέατρο, είχε 75 θέσεις. Ο ίδιος έλεγε για αυτό: «Δεν με ενδιαφέρει να έχω περισσότερους θεατές. Με ενδιαφέρει το θέατρο να είναι γεμάτο από ανθρώπους που μπορούν να εισπράξουν εμένα ή το έργο που παίζω, γιατί νομίζω ότι αυτή η χούφτα των ανθρώπων μπορεί να αλλάξει τη ζωή, να τινάξει τη σημερινή ζωή στον αέρα. Δεν χρειάζονται τα μεγάλα πλήθη. Τα μεγάλα πλήθη φέρονται, δεν οδηγούν». Αυτό πίστευε ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, ο οποίος ίδρυσε το Νέο Θέατρο, το Σύγχρονο Θέατρο, το Θεατρικό Εργαστήρι και τη δραματική σχολή Ίασμος. Εκτός από σημαντικός ηθοποιός υπήρξε και αξιομνημόνευτος δάσκαλος, καθώς δίδαξε υποκριτική στις δραματικές σχολές του «Θεάτρου Τέχνης», του Εθνικού Θεάτρου και αργότερα και στις δικές του σχολές.
Στην τηλεόραση επίσης, είδαμε τον Βασίλη Διαμαντόπουλο στον «Συμβολαιογράφο» του Ραγκαβή με σκηνοθέτη τον Γιώργο Μιχαηλίδη, στον «Χατζηεμμανουήλ» του Θράσου Καστανάκη με σκηνοθέτη τον Γιάννη Σμαραγδή και σεναριογράφο τον Μιχάλη Γκανά, τον είδαμε στον «Αλέξανδρο Δελμούζο», στα «Λαυρεωτικά», στην «Η αγάπη που άργησε μια μέρα» της Λιλής Ζωγράφου με σκηνοθέτη τον Κώστα Κουτσομύτη, τον είδαμε ως Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη στην τηλεταινία του Γιάννη Σμαραγδή «Καλή σου νύχτα κυρ Αλέξανδρε», τον είδαμε αργότερα και στο πρωτοποριακό για την εποχή του «Ἑκμεκ παγωτό» του Βασίλη Νεμέα.
Ο Βασίλης Διαμαντόπουλος έπαιξε και σε 30 κινηματογραφικές ταινίες, από το 1948 μέχρι δύο χρόνια πριν το θάνατό του. Όλοι τον θυμόμαστε ως τον αυστηρό καθηγητή στον «Νόμο 4000» του Γιάννη Δαλιανίδη, δίπλα στον Θανάση Βέγγο στην ταινία του Ροβήρου Μανθούλη «Ψηλά Τα Χέρια Χίτλερ» και βέβαια στην ταινία του Θόδωρου Μαραγκού «Μάθε παιδί μου γράμματα», όπου ως αυστηρός πατέρας πήρε το πρώτο βραβείο πρώτο ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
«Υπάρχουμε επειδή συνυπάρχουμε. Αν απομονωθούμε, όπως συμβαίνει δυστυχώς στις μέρες μας, νομίζω ότι αυτό σημαίνει θάνατο», έλεγε ο Βασίλης Διαμαντόπουλος που άφησε στην τέχνη του σπουδαίο χνάρι.
Επιμέλεια – Παρουσίαση: Ειρήνη Λαλάκη