Στις 24 Οκτωβρίου του 1963 η Ελλάδα θα μάθει από τις εφημερίδες ότι πήρε το πρώτο της Νόμπελ στο όνομα του Γιώργου Σεφέρη. Είναι η εποχή που υπάρχει πολιτική κρίση, η κυβέρνηση είναι υπηρεσιακή και η περίοδος προεκλογική. Η είδηση της βράβευσης του Γιώργου Σεφέρη δεν έγινε δεκτή με την αναμενόμενη χαρά και υπερηφάνεια. Φαίνεται πως η Ελλάδα και οι παράγοντες του τόπου είχαν να ασχοληθούν με σημαντικότερα ζητήματα…

Μετά τη βράβευσή του, ο Γιώργος Σεφέρης θα δηλώσει στη σουηδική τηλεόραση: «Η παράδοση είναι κάτι ζωντανό και όχι πεθαμένο. Είναι το αντίθετο της συνήθειας. Και αυτό θέλω να το τονίσω». Δέκα χρόνια πριν, τον Νοέμβριο του 1953, όταν βρέθηκε για πρώτη φορά στην Κύπρο, ο Γιώργος Σεφέρης συνάντησε αυτή την παράδοση και ξαναβρήκε εκεί την για πάντα χαμένη Ελλάδα…

Μετά το Νόμπελ έστειλε επιστολή στον Κύπριο ζωγράφο και καλό του φίλο Αδαμάντιο Διαμαντή: Του έγραψε: «Τ’ αλακάτιν και οι κολόκες μεταφράστηκαν και σουηδικά». Οχτώ χρόνια πριν στο ποίημα που του είχε αφιερώσει, ο Γιώργος Σεφέρης έγραφε:
«Ήταν ωραία όλ’ αυτά, μια περιδιάβαση.
Όμως το ξύλινο μαγκανοπήγαδο—τ’ αλακάτιν,
κοιμισμένο στον ίσκιο της καρυδιάς μισό στο χώμα και μισό μέσα στο νερό,
γιατί δοκίμασες να το ξυπνήσεις;
Είδες πώς βόγκηξε. Κι εκείνη την κραυγή
βγαλμένη απ’ τα παλιά νεύρα του ξύλου
γιατί την είπες φωνή πατρίδας;»

Επιμέλεια – Παρουσίαση: Ειρήνη Λαλάκη