Το τζιτζίκι, ο τζίτζικας, ο ζίζιρος, ο κάκαρος, ο τέττιξ των αρχαίων Ελλήνων. «Έντομον εκ των ημιπτέρων διαρκώς τερετίζον κατά το θέρος». Ο «Λυριστής ο Πληβείος», αυτός, ο φτωχοτζίτζικας που παίζει λύρα στα μέρη της Μεσογείου, και ο «Λυριστής ο Δίδυμος» που θα τον βρούμε συχνά στην Κύπρο. Ο ζίζιρος που μας ξεκουφαίνει κάθε χρόνο στα λατρεμένα όπως θα έπρεπε να είναι τα καλοκαίρια μας, δίπλα στη θάλασσα, στη σκιά των δέντρων, στη ραστώνη του μεσημεριού. Ο τζίτζικας. Με τις μεγάλες του διάφανες ιριδίζουσες φτερούγες. Και εκείνο το ακούραστο, αδιάκοπο, επίμονο, ώρες ώρες εκκωφαντικό θαρρείς τερέτισμά του.

Τα τζιτζίκια πριν γίνουν τζιτζίκια, είναι σκουλήκια. Ζουν στο χώμα, κάτω από τη γη των δέντρων και περιμένουν να έρθει η ώρα να βγάλουν φτερά, να βγουν στο φως, να σκαρφαλώσουν στα δέντρα, να ζευγαρώσουν και να πεθάνουν. Στη μακρινή Αμερική περιμένουν κάτω από το χώμα, έως και 17 χρόνια, εδώ στα μέρη μας πιο ανυπόμονα τα τζιτζίκια ζουν κάτω από τη γη 4 με 6 χρόνια. Και όταν έρθει η ώρα, βγαίνουν στην επιφάνεια, βγάζουν φτερά και ανεβαίνουν στα δέντρα για να ζήσουν το τελευταίο καλοκαίρι της ζωής τους. Πρώτη φορά στο φως, θα τραγουδούν μέχρι το τέλος, για 4 έως 6 εβδομάδες, τόσο θα ζήσουν.

Τα αρσενικά. Αυτά θα τραγουδούν. Αυτά έχουν λέει ανάμεσα στον θώρακα και στην κοιλιά τους έναν περίεργο μηχανισμό με δυο κοιλότητες που χωρίζονται από μια λεπτή, τεταμένη μεμβράνη. Αυτός είναι ο «τερετίζων υμένας», που όταν ο τζίτζικας τον δονεί με τα φτερά του, ακούγεται το τερέτισμα που μαγεύει το θηλυκό, ξεκουφαίνει κι εμάς…

Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, τα θηλυκά τζιτζίκια αρχίζουν να γεννούν τα αυγά τους μέσα στις τρύπες που έχουν ανοίξει στις σχισμές των κορμών και στους μαλακούς βλαστούς των δέντρων. Στο τέλος του καλοκαιριού οι νεογέννητες προνύμφες κατεβαίνουν από τα δέντρα, ανοίγουν τρύπες αυτή τη φορά μέσα στη γη και κατεβαίνουν για να ζήσουν εκεί σχεδόν όλη τους τη ζωή. Μέχρι να ξαναβγούν στο φως, να μας φέρουν το καλοκαίρι, να ζευγαρώσουν, να γεννήσουν και να πεθάνουν.

Οι αρχαίοι Έλληνες αγαπούσαν τα τζιτζίκια, τους τέττιγες. Πίστευαν ότι πριν ακόμα γεννηθούν οι Μούσες, τα τζιτζίκια ήταν άνθρωποι. Έτσι λέει ο Σωκράτης στον «Φαίδρο», τον διάλογο του Πλάτωνα, καθώς συνομιλεί στη δροσερή σκιά ενός πλατάνου, δίπλα στον ποταμό Ιλισό, συνομιλεί με τον μαθητή του Φαίδρο μέσα στη ζέστη του θέρους. Τα τζιτζίκια ήταν άνθρωποι, εξηγεί τον μύθο ο Σωκράτης, μέχρι που γεννήθηκαν οι Μούσες, και μαζί τους γεννήθηκε και το τραγούδι. Κάποιοι από εκείνους τους ανθρώπους, τόσο πολύ αναστατώθηκαν από την ηδονή της μουσικής, ώστε τραγουδώντας αμέλησαν να φάνε και να πιουν, και, χωρίς να το καταλάβουν, πέθαναν τραγουδώντας. Από αυτούς ύστερα δημιουργήθηκε το γένος των τζιτζικιών, και οι Μούσες για να τους ανταμείψουν, τους έδωσαν τη χάρη να μην έχουν στη ζωή τους ανάγκη από τροφή, παρά να τραγουδούν χωρίς να τρώνε και να πίνουν, από τη στιγμή που έρχονται πάνω στη γη μέχρι την ώρα του θανάτου τους.

Επιμέλεια – Παρουσίαση: Ειρήνη Λαλάκη

Kanali 6
Επισκόπηση απορρήτου

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία χρήστη. Οι πληροφορίες των cookies αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησής σας και εκτελούν λειτουργίες όπως η αναγνώρισή σας όταν επιστρέφετε στον ιστότοπό μας και βοηθώντας την ομάδα μας να καταλάβει ποια τμήματα του ιστότοπου μας θεωρείτε πιο ενδιαφέροντα και χρήσιμα.