
Ήταν 12 του Μάρτη, ήταν 2005 και έτσι, τόσο απότομα κόπηκε το νήμα της ζωής του Σταύρου Κουγιουμτζή, έτσι κόπηκε και η ανάσα μας μόλις το μάθαμε. Μία μόνο διαφορά υπήρχε από το τραγούδι του: στις 12 Μάρτη του 2005 ήταν μέρα Σάββατο…
Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1932, στον προσφυγικό συνοικισμό του Επταπυργίου, ο Σταύρος Κουγιουμτζής γνώρισε από μικρός τη φτώχεια αλλά και την απλότητα των τίμιων και εργατικών ανθρώπων. Στα 3 του χρόνια έχασε τον πατέρα του. Έτσι από μικρός αναγκάστηκε να κάνει πολλές δουλειές για να βοηθάει τη μητέρα του που δούλευε στα καπνά. Μια μέρα στα 15 του χρόνια, καθώς περνούσε έξω από ένα νεοκλασικό, ο Σταύρος Κουγιουμτζής άκουσε πίσω από τα κλειστά παραθυρόφυλλα ένα πιάνο. Ο ήχος τον μάγεψε. Γράφτηκε στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης και παρ’ ό,τι δεν είχε πιάνο στο σπίτι για να μελετάει, σε δυόμιση χρόνια έβγαλε την ύλη 6 ετών, έδωσε εξετάσεις και πήρε πτυχίο αρμονίας, αντίστιξης και φούγκας. Τα βράδια δούλευε σε μαγαζιά ως πιανίστας και το πρωί μελετούσε και ονειρευόταν να γράψει τα δικά του τραγούδια.
Το 1967 ο Σταύρος Κουγιουμτζής είναι 35 χρονών και μετακομίζει στην Αθήνα, όπου γίνεται καρδιακός φίλος με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και συνεργάζεται με τον Γιώργο Νταλάρα, τη Χαρούλα Αλεξίου, τον Γιάννη Καλατζή, τη Βίκυ Μοσχολιού… Στα 20 χρόνια που ακολούθησαν, ο Σταύρος Κουγιουμτζής μας έδωσε πολλά τραγούδια και όλα εξαιρετικά, όλα αυτά που τραγουδάμε μέχρι σήμερα, όλα αυτά που θα τραγουδάνε και αύριο οι άνθρωποι, και για όσο ακόμα τραγουδάνε. Είναι η εποχή που ο Σταύρος Κουγιουμτζής θα βάλει τη δική του σφραγίδα στο ελληνικό τραγούδι, και εμείς τυχεροί και πλούσιοι θα έχουμε για πάντα έναν ουρανό βαρύ να φεύγει, ένα κοφτερό μαχαίρι που πάει βαθιά στο στήθος, τα χρόνια μας που φεύγουν σαν βροχή, μια σημαία σ΄ ένα μπαλκόνι που αλλάζει χρώματα και μας σκοτώνει, θα έχουμε να τραγουδάμε χάρη στον Σταύρο Κουγιουμτζή για ένα βασανάκι που μας κέρασε η ζωή, για δυο σκούρα μάτια αγαπημένα, θα κάνουμε κόμπο τη χαρά μας, και θα περιμένουμε τις πασχαλιές ν’ ανθίσουν, όταν κάπου που νυχτώνει, όταν όλα είναι καλά κι όλα ωραία, όταν δίψασα στην πόρτα σου για αγάπη…
Ο Σταύρος Κουγιουμτζής άντεξε την πρωτεύουσα και την «επιτυχία» της, τη φασαρία, την υποκρισία και το κενό της, άντεξε το ψέμα και τη βιτρίνα για 21 χρόνια. Το 1988 και στα 56 του θα επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη του, θα περπατάει δίπλα στην αγαπημένη του θάλασσα και θα μένει σιωπηλός. Το 1998, μετά από μετά από 12 χρόνια σιωπής, ο Σταύρος Κουγιουμτζής μας έδωσε ένα διαφορετικό έργο με τίτλο «Ύμνοι αγγέλων σε ρυθμούς ανθρώπων» και μας γύρισε πίσω, σ΄ εκείνο το εξαιρετικό «Ηλιοσκόπιο», τότε, όταν στο ξεκίνημά του, ο Σταύρος Κουγιουμτζής μελοποίησε Γιώργο Θέμελη.
O Σταύρος Κουγιουμτζής μάζεψε στάλα στάλα τη χαρά του και με τη μεγαλύτερη γενναιοδωρία την έκανε τραγούδια για να δροσίσει τις άνυδρες ζωές μας. Περπάτησε δίπλα μας για 73 χρόνια. Και πέρασε από το τραγούδι σαν ευλογημένο χάδι. Από τότε που έφυγε, εμείς οι υπόλοιποι είδαμε τον κόσμο γύρω να μικραίνει.
Επιμέλεια – Παρουσίαση: Ειρήνη Λαλάκη