
Στις 22 Ιουλίου του 2018, ο Μάνος Ελευθερίου σταμάτησε να γράφει πια για μας. Και δικαίως. Μετά από 80 χρόνια σ’ αυτή τη Γη, μας προίκισε με τα καλύτερα τραγούδια του, μας μίλησε απευθείας με τα εσωστρεφή του ποιήματα, μας πήγε σε άλλες εποχές με τα μυθιστορήματά του. Ό,τι κι αν έγραφε, πάντα με τα χαρτιά και τα μολύβια του, τη γραφομηχανή του και τις λέξεις, ακουμπούσε την πιο καλά κρυμμένη ανάμνηση ή την πιο αγαπημένη μας, την πιο αληθινή εικόνα. Με τα χρόνια καταλάβαμε, εμείς οι πολλοί που δεν τον ξέραμε, πως ο Μάνος Ελευθερίου είχε αποφασίσει με κάθε τρόπο να μας μιλήσει για όσα αγαπάει. Σήμερα, διαλέξαμε να θυμηθούμε τα αγαπημένα καφενεία.
Γράφει ο Μάνος Ελευθερίου:
«Τα καφενεία δεν είναι μόνο τόπος ρέμβης και περισυλλογής. Είναι τόπος αγάπης, μέθης και αναμνήσεων. Τουλάχιστον για τα ελληνικά καφενεία έχω τη γνώμη ότι συνεχίζουν την παράδοση της αρχαίας Αγοράς. Πηγαίνεις να πιεις κάτι είτε μονάχος είτε με φίλους. Κάθεσαι στη «γωνιά σου», αν είσαι τακτικός θαμώνας, αλλιώς βρίσκεις μια θέση που να βλέπεις τους περαστικούς. Σε τόπους που το καφενείο είναι το μοναδικό κέντρο περάσματος και δεν υπάρχει τρόπος να πας πουθενά αλλού, εκεί θα μείνεις και εκεί θα ριζώσεις. Θα μείνει η σκιά σου παντοτινά καρφωμένη στους τοίχους και τους καθρέφτες.
(…) Οι αναμνήσεις από τα καφενεία είναι σχεδόν ίδιες. Τραπέζια με μάρμαρο ή τσίγκινα, με λαϊκές λιθογραφίες ξένων τόπων, κυνήγια, λίμνες, αρχοντικά, σκηνές από τις περιπέτειες της Γενοβέφας, της Δεισδαιμόνας με τον Οθέλλο και των ηρώων του ’21. Ενας άγνωστος ζωγραφικός κόσμος, που ωστόσο είναι σταθερά κοχλιωμένος στις δικές σου ροπές και συνήθειες. Είναι περίεργο που ως λαός κάναμε «δικό μας» κάθε άνθρωπο που ταπεινώθηκε ένεκεν δικαιοσύνης και αγάπης. Ωστόσο, δεν μπορείς να μη θυμάσαι λίγες φωτογραφίες συγγραφέων δίπλα σε τραπεζάκια κοινών καφενείων: πρώτα-πρώτα τον Παπαδιαμάντη στο καφενείο της Δεξαμενής, φωτογραφημένον από τον Παύλο Νιρβάνα, τον Καρυωτάκη με τον Καράκαλο στο Παλιό Φάληρο, τον Ελύτη στην Πάρο…
(…) Μιλώντας για καφενεία θυμάμαι πάντα εκείνα τα παραθαλάσσια που μπροστά στην πόρτα τους σχεδόν ανοίγεται η θάλασσα. Ήταν ο ευλογημένος κόσμος, που παρ’ όλες τις ταλαιπωρίες και τους κλυδωνισμούς της μοίρας, ερχόταν πάντα σαν βάλσαμο».
Επιμέλεια – Παρουσίαση: Ειρήνη Λαλάκη