Στις 6 Δεκεμβρίου του 2024, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος έφυγε απ’ αυτήν εδώ τη Γη. Κι αν το όνομά του είναι γνωστό μόνο στους πολλούς μαθητές του ή στους ανθρώπους του θεάτρου, τα λίγα τραγούδια που έγραψε είναι γνωστά στους πάντες.

Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος γεννήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1937. Σε χρόνους δύσκολους και σε τόπους που τον σημάδεψαν. Σε μια «αρμυρή πατρίδα», όπως έγραψε, που είναι «τόπος και πάθος», είναι «τόπος και τάφος». «Εξορία και σωτηρία», όπως λέει.

Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή και στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Συνάντησε στη ζωή του τους πιο σημαντικούς ανθρώπους των γραμμάτων και του θεάτρου στην Ελλάδα του 20ου αιώνα, συνάντησε όμως και μέσα από τα κείμενα τους πιο σημαντικούς παγκοσμίως όλων των εποχών: τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, τους οποίους μελέτησε όσο λίγοι, τους μετέφρασε και μας τους έμαθε στο σχολείο και στο θέατρο.

Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος πίστευε βαθιά στη γλώσσα, στην πατρίδα, στην Ιστορία, στις ρίζες του ανθρώπου που τον καθορίζουν, του μαθαίνουν και του δείχνουν πώς να συνεχίσει μπροστά. Είχαμε την τύχη, ευτυχώς πολλοί, να τον γνωρίσουμε και ως δάσκαλο. Ταπεινά βεβαιώνω πως ήταν ο πιο γενναιόδωρος στην μετάδοση της γνώσης, ο πιο συνεπής στους μαθητές του, ο πιο ακριβολόγος και πλούσιος στα ελληνικά του. Ο συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης τα είπε όλα με μερικές λέξεις: «Πέθανε ο Μύρης, ψάξτε τώρα να ψαρέψετε ελληνικά με το δίκαννο.»

Από τα τέλη της δεκαετίας του ‘60 ακόμα, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος έγραψε: Στον τάφο θα ‘θελα σαν θα πεθάνω / Πως ήμουν δάσκαλος να γράψουν πάνω / Και δίχως λάθη παρακαλώ.

Αφιέρωσε όλη του τη ζωή σ΄ αυτό που αγαπούσε: τα ελληνικά γράμματα. Και των χιλιάδων χρόνων πολιτισμό μας. Με πίστη, πείσμα και πολλές δυσκολίες, σε μια χώρα που δεν δίνει πεντάρα για όλα αυτά, εκείνος μας άφησε προίκα δύσκολη αλλά σπάνια και πολύτιμη. Όποιος νογάει, ας την ανακαλύψει.

Επιμέλεια – Παρουσίαση: Ειρήνη Λαλάκη