Αν πάμε αρκετά χρόνια πίσω, στη Νεμπράσκα της Αμερικής, το 1909, θα βρούμε κάτι νταήδες που μαζεύτηκαν στη γειτονιά που ζούσαν οι μετανάστες, πήραν τα όπλα, πήρανε λοστούς και δαυλούς, έσπασαν μαγαζιά, έκλεψαν εμπορεύματα, χτύπησαν ανελέητα τους μελαχρινούς μετανάστες με τα μουστάκια, που ήταν βρωμιάρηδες, δεν μιλούσαν καθόλου τη γλώσσα των ντόπιων, που βίαζαν τις γυναίκες τους, χτυπούσαν τους φιλήσυχους περαστικούς, ζούσαν σαν τα ποντίκια τέσσερις και πέντε μαζί σε ένα δωμάτιο, ήταν, όπως έγραφαν οι εφημερίδες, υπάνθρωποι, απολίτιστοι, εγκληματίες. Είχαν δε την αμετανόητη συνήθεια να διατηρούν τα δικά τους μαγαζιά, καφενεία και μπακάλικα συνήθως, να πίνουν, να παίρνουν τις δουλειές των ντόπιων και να βουτάνε τα δολάρια, αυτοί οι τρισάθλιοι μετανάστες που παράτησαν τη χώρα τους και ήρθαν να κυνηγήσουν το αμερικάνικο όνειρο.
Αυτά έγραφαν το 1909 οι εφημερίδες στη Νεμπράσκα της Αμερικής, για τους μετανάστες που είχαν φτιάξει τη δική τους γειτονιά, προσπαθώντας να φτιάξουν και τη ζωή τους. Ήταν κοντοί, μελαχρινοί, με μουστάκες, έμπλεκαν σε καβγάδες, έκλεβαν, δημιουργούσαν προβλήματα, και οι ντόπιοι δεν τους ήθελαν στη πόλη τους. Με αφορμή το θάνατο ενός αστυνομικού που διαπληκτίστηκε με έναν μετανάστη, οι κάτοικοι της Νεμπράσκα ένα βράδυ έκαναν πογκρόμ κατά των μεταναστών, τους κυνήγησαν, τους έδειραν, κατέστρεψαν τα μαγαζιά τους, ρήμαξαν τα σπίτια τους, απείλησαν τις οικογένειές τους, και στο τέλος τους έδιωξαν.
Η γειτονιά των μεταναστών άδειασε. Λεγόταν Greektown. Οι βρωμιάρηδες, κοντοί, μελαχρινοί με τις μουστάκες ήταν Έλληνες και από τους περίπου 3.000 που ζούσαν εκεί, έμειναν τελικά μόλις 59 να παραμένουν στη Νότια Ομάχα, εκεί στη Νεμπράσκα της Αμερικής το 1909. Τότε που οι εκδιωχθέντες μετανάστες ήταν Έλληνες…
Επιμέλεια – Παρουσίαση: Ειρήνη Λαλάκη