Στις 7 Απριλίου του 2005, όλη η Ελλάδα έκανε μια βαθιά υπόκλιση. Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, εκείνος που είχε τραγουδήσει για μας τα καλύτερά μας, η φωνή της απανταχού ρωμιοσύνης, όπως έγραψαν, είχε περάσει στη αθανασία.
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης γεννήθηκε στο Περιστέρι Αττικής τον Δεκέμβριο του 1922 και ήταν το τελευταίο παιδί μιας φτωχής οκταμελούς οικογένειας. Από μικρός έμαθε μόνος του στην αρχή κιθάρα και μετά μπουζούκι. Όταν άκουσε σε ένα κουτούκι της γειτονιάς τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον νεαρό τότε Μανώλη Χιώτη, «κάτι άλλαξε μέσα του». Έκτοτε, θα δουλέψει ως υδραυλικός για να βγάζει τα προς ζην και θα γράφει τραγούδια. Γιατί ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης δεν ξεκίνησε ως τραγουδιστής. Ξεκίνησε ως συνθέτης.
Ό,τι ακολούθησε μέσα στα χρόνια ήταν η ιστορία που έγραψε στο ελληνικό τραγούδι ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Μια σπάνια κληρονομιά που μας άφησε, ένας άλλος δρόμος που άνοιξε με τη φωνή του και με όσα τραγούδησε: ο υδραυλικός από το Περιστέρι, που αγάπησε το μπουζούκι, το ρεμπέτικο και το λαϊκό, έμελλε να σφραγίσει για πάντα με τη φωνή του τα σημαντικότερα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, του Μάνου Χατζιδάκι, του Σταύρου Ξαρχάκου, έμελλε να σφραγίσει με τη φωνή του τη «Ρωμιοσύνη» του Γιάννη Ρίτσου, το «Άξιον Εστ» του Οδυσσέα Ελύτη, ποιήματα και στίχους του Κώστα Βάρναλη, του Δημήτρη Χριστοδούλου, του Τάσου Λειβαδίτη, του Νίκου Γκάτσου…
Επιμέλεια – Παρουσίαση: Ειρήνη Λαλάκη