Στις 5 Οκτωβρίου του 2016 ο Αντώνης Σουρούνης άφησε κάτω το μολύβι του, άφησε και όλα τα σκόρπια χαρτιά γύρω του και πήγε σε μιαν άλλη Γη για να συνεχίσει τα ατέλειωτα ταξίδια του, αυτά που τόσο του άρεσε να κάνει. Περιπλανώμενος και ταξιδευτής. Άλλωστε, όταν τον ρωτούσαν τι επάγγελμα κάνει, αυτό απαντούσε: ταξιδευτής. Κι ας ήταν συγγραφέας. Ένας από τους καλύτερούς μας.

Γεννημένος τον Ιούνιο του 1942, στη Θεσσαλονίκη, ο Αντώνης Σουρούνης μεγάλωσε στην Άνω Πόλη, εκεί στο Κουλέ Καφέ, συνοικία τότε πάμφτωχη, όπου οι περισσότεροι ήταν πρόσφυγες. Πρόσφυγας από τη Σμύρνη και ο πατέρας του Αντώνη Σουρούνη του είπε μια φορά: «Όταν ο παππούς σου είχε φούρνο στη Σμύρνη Φουρουτζή τον λέγανε, που πάει να πει φούρναρη, μετά, όταν άρχισε το κακό, τον είπανε Σουρούνη. (…) Μας είπανε Σουρούνηδες όταν κάψαν τα σπίτια μας κι βγήκαμε στην προσφυγιά», είπε ο μπαμπάς μου κι έβγαινε ο καπνός από το στόμα του σαν να καιγόταν ακόμα. «Αυτό θα πει “σουρούνης”, ο πρόσφυγας, ο αλήτης, αυτός που δεν έχει κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι του, αυτός που σέρνεται και υποφέρει.» Έτσι θυμάται ο Αντώνης Σουρούνης να του είπε ο πατέρας όταν ήταν παιδί, τότε που μαζί έκαναν όλες τις δουλειές του ποδαριού για να βγάλουν ένα κομμάτι ψωμί.

Από τα εφτά του χρόνια ο Αντώνης Σουρούνης ήθελε να γίνει συγγραφέας. Στο σπίτι δεν υπήρχαν βιβλία, μόνο φτώχεια υπήρχε. Ο πατέρας αγόραζε μόνο τη «Μάσκα» και το «Ρομάντζο» και διάβαζε τα χρονογραφήματα του Ψαθά και του Τσιφόρου στη μάνα του. Εκείνος τα άκουγε και ήξερε, παιδάκι πράμα, ότι μπορεί να γράψει έτσι και καλύτερα. Και μια μέρα στο σχολείο, στο δημοτικό, ο δάσκαλος τους διάβασε ένα χρονογράφημα από μια εφημερίδα. Αυτό ήταν. Ο Αντώνης Σουρούνης το είχε πια αποφασίσει: θα γινόταν συγγραφέας! Και όταν στα 13 του χρόνια το είπε στον πατέρα του, εκείνος που τότε δούλευε σε φούρνο, τον πήρε από το χέρι, τον κατέβασε από την Άνω Πόλη κάτω στη Τσιμισκή, τον πήγε σε ένα μεγάλο βιβλιοπωλείο και είπε στον γιο του: τα βλέπεις αυτά τα βιβλία στα ράφια; Και χτες εδώ ήτανε και αύριο εδώ θα είναι. Ενώ οι φρατζόλες στον φούρνο κάθε μέρα φεύγουνε. «Τα δικά μου τα βιβλία θα πουλιούνται», του είπε με πείσμα ο 13χρονος τότε Αντώνης Σουρούνης και βγήκε αληθινός. Όμως πρώτα έπρεπε να περάσουν πολλά. Και χρόνια και ταξίδια και επαγγέλματα και θαύματα και τραύματα.

Ο Αντώνης Σουρούνης πολλές φορές ήταν και άνεργος και ανέστιος και μόνος. Αλλά δεν τα μέτρησε ποτέ όλα αυτά. Ήξερε και πίστευε πως την επόμενη μέρα δεν θα ήταν ούτε άνεργος ούτε ανέστιος ούτε μόνος. Δούλεψε σε τράπεζα, σε φάμπρικα, όπου στοίβαζε όλη τη μέρα ασταμάτητα μπύρες σε κάσες, έγινε γκρουμ σε μεγάλο ξενοδοχείο και το βράδυ έκανε τον λούστρο, έβαφε τα παπούτσια των πελατών του ξενοδοχείου που τα άφηναν έξω από την πόρτα τους, έγινε επαγγελματίας παίκτης σε καζίνο, μπάρκαρε σε γκαζάδικο και κόντεψε να σκοτωθεί.

Ο Άντώνης Σουρούνης έλεγε: «Η ζωή μας όλη, δεν θα πρέπει να είναι τίποτ’ άλλο παρά ένας κύκλος που στο τέλος θα μας ξαναφέρει πίσω στην αγνότητα της παιδικής μας ηλικίας. Η επιστροφή στην αθωότητα πρέπει να είναι όλη η ζωή μας. Στην παιδικότητά μας».

Επιμέλεια – Παρουσίαση: Ειρήνη Λαλάκη

Kanali 6
Επισκόπηση απορρήτου

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία χρήστη. Οι πληροφορίες των cookies αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησής σας και εκτελούν λειτουργίες όπως η αναγνώρισή σας όταν επιστρέφετε στον ιστότοπό μας και βοηθώντας την ομάδα μας να καταλάβει ποια τμήματα του ιστότοπου μας θεωρείτε πιο ενδιαφέροντα και χρήσιμα.