H 28η Οκτωβρίου του 1940 είναι η μέρα που η φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα, ενώ ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος είχε ήδη ξεκινήσει στην Ευρώπη, μια που ο Χίτλερ στο όνομα του ναζισμού και της Μεγάλης Γερμανίας εισέβαλλε σε χώρες και βομβάρδιζε όποιον αντιστεκόταν. Τον Μάιο του 1939 η Ναζιστική Γερμανία και η Φασιστική Ιταλία, ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι υπέγραψαν «Χαλύβδινο Σύμφωνο», δηλαδή ένα «Γερμανο-Ιταλικό Σύμφωνο Φιλίας και Συμμαχίας» διάρκειας 10 χρόνων με το οποίο συμφωνούσαν για κοινούς εξοπλισμούς και για αλληλοϋποστηριξη των συμφερόντων τους στην Ευρώπη καθώς και για «συνεργασία στον στρατιωτικό τομέα και τον τομέα της οικονομίας επί επικειμένου πολέμου», όπως αναφέρεται. Αυτά όλα το 1939. Μόνο που αυτή η συμφωνία δεν κράτησε ούτε τρεις μήνες. Γιατί όταν ο Χίτλερ εισέβαλε στην Πολωνία και μετά οι Γερμανοί κατέλαβαν τις πετρελαιοπηγές της Πράχοβα στη Ρουμανία, ο Μουσολίνι τα έμαθε όλα αυτά εκ των υστέρων. Έξαλλος, αποφάσισε να διεκδικήσει τα δικά του συμφέροντα στη Μεσόγειο και να αποδείξει στον Χίτλερ ότι μπορεί και αυτός να οδηγήσει τη φασιστική Ιταλία σε ένδοξες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Έτσι, ο Μουσολίνι κατέλαβε την Αλβανία και ζήτησε να του κάνουμε χώρο να περάσει και από την Ελλάδα…
Με αφορμή την 28η Οκτωβρίου, θα ανατρέξουμε στις πολύτιμες σημειώσεις και καταγραφές του Γιώργου Σεφέρη, ο οποίος είχε μετατεθεί από την Αλβανία στην Αθήνα το 1937 και εργαζόταν ως προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου και Πληροφοριών της Ελλάδας. Θα ανατρέξουμε στα κείμενά που μας άφησε για να μάθουμε τι συνέβαινε στην Ελλάδα εκείνα τα κρίσιμα χρόνια πριν οδηγηθούμε στη λαίλαπα του πολέμου, να μάθουμε από έναν άνθρωπο που δεν ήταν πολιτικός, και για τον οποίον τώρα πια γνωρίζουμε ότι όλα τα χρόνια του διπλωματικού του βίου εργάστηκε, υπηρετώντας από τη θέση του την πατρίδα.
«Όταν ήρθε η 28η, [σ.σ. ο Μεταξάς] δεν μπόρεσε να ιδεί ότι τότε μόνο, και όχι στις εορτές του Σταδίου, ολόκληρος ο λαός ήταν μαζί του, μαζί με την απάντηση που έδωσε στον Γκράτσι την αυγή. Δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι η μέρα εκείνη δεν επικύρωνε αλλά καταργούσε την 4η Αυγούστου. Κι αν το ένιωσε, το φιλότιμό του δεν τον άφησε να κάνει τη μόνη πράξη που υπαγόρευε η μεγάλη στιγμή. Να στείλει δηλαδή στα σπίτια τους τους διάφορους ανάξιους που τον περιστοίχιζαν και να μαζέψει γύρω του τους ανθρώπους που θα μπορούσαν πραγματικά να βοηθήσουν στον τρομακτικό αγώνα όπου έμπαινε το έθνος. Όλους τους μέτριους, τους άψυχους, τους μικροκατεργάρηδες, τους ανθρώπους που δεν είχαν άλλο μέσα τους παρά το δέος της Γερμανίας, τους κράτησε», γράφει ο Γιώργος Σεφέρης και λίγο πιο κάτω επισημαίνει: «Αλλά είναι ζήτημα αν η κράση του Μεταξά ήταν από εκείνες που αισθάνονται τα μηνύματα της ψυχής του λαού. (…) Κι όμως ο Μεταξάς ήξερε τι λογής άνθρωποι ήταν αυτοί που είχε κοντά του. Ήξερε ότι αν σ’ εκείνο το υπουργικό συμβούλιο της αυγής της 28ης αν έλεγε στους συνεργάτες του που είχαν ξυπνήσει (τους είδα)», τονίζει ο Γιώργος Σεφέρης, «αν έλεγε [σ.σ. ο Μεταξάς] στους συνεργάτες του που είχαν ξυπνήσει με φάτσες βρυκολάκων: Κύριοι (…) απεφάσισα να αποφύγω τας άνευ προηγουμένου καταστροφάς που ηπείλουν τον τόπον, απεφάσισα να παραμερίσω κάθε εγωισμόν και ενέδωσα, αν τους τα έλεγε όλα αυτά, ήξερε ο Μεταξάς ότι όλοι αυτοί οι κύριοι θα πήγαιναν να του φιλήσουν το χέρι και να τον συγχαρούν για το πατριωτικό του σθένος με πολύ μεγαλύτερη ειλικρίνεια παρά όταν άκουσαν το περιλάλητο όχι. Ωστόσο τους κράτησε, μολονότι το ήξερε», γράφει ο Γιώργος Σεφέρης και λίγο πιο κάτω, σημειώνει: «Όταν πέθανε [σ.σ. ο Μεταξάς] όλοι αυτοί έγιναν μια λυσσασμένη φάρα και τρωγόντουσαν μεταξύ τους. (…) Αλλά το μεγάλο ψεγάδι του Μεταξά δεν ήταν μόνο που δεν ξεκαθάρισε όλους αυτούς τους κυρίους. (…) Είχε προαγάγει ανάμεσα στην παρέα του την περιφρόνηση και το φόβο της ανεξάρτητης γνώμης, τη χλεύη για την ελευθερία, τη συνήθεια των μεθόδων του αστυνομικού κρατητηρίου, τον χαφιεδισμό. Τα συμπλέγματα των μεθόδων των φασιστικών κρατών πασαλειμμένα με χρώματα ελληνικά των τουριστικών διαφημίσεων. Μαζί μ’ αυτά έδωσε και το όχι. (…)», συνεχίζει ο Γιώργος Σεφέρης και γράφει για αυτή την αντίφαση: «Το όχι σήμαινε πως η Ελλάδα θα πολεμούσε τον πιο επικίνδυνο πόλεμο της Ιστορίας της με το μέρος εκείνων που χτυπούσαν τις φασιστικές δυνάμεις. Αλλά το ελληνικό καθεστώς ήταν το ίδιο φασιστικό. Πώς ήταν δυνατό να συνδυαστούν τα δύο αυτά πράγματα; Την λύση τη βρήκαν, κουτοπόνηρα, οι άνθρωποι του Μεταξά: Ο πόλεμος δεν ήταν διόλου πόλεμος εναντίον του Άξονα. (…) ο πόλεμός μας ήτανε μόνο εναντίον της Ιταλίας –ούτε καν αυτό. Ήταν εναντίον των στρατιωτικών δυνάμεων της Ιταλίας. (…) θυμούμαι πολλές περιπτώσεις που η λογοκρισία είχε αντικαταστήσει σε δημοσιογραφικά τηλεγραφήματα τις λέξεις φασιστής, φασιστικός που τύχαινε να χρησιμοποιήσω στις βραδινές δηλώσεις μου στους δημοσιογράφους με τις λέξεις Ιταλός, ιταλικός», γράφει ο Γιώργος Σεφέρης και καταλήγει: «΄Ενας καλός κυβερνήτης, μια που τα διακινδυνεύαμε όλα για όλα από την 28η, (…) θα κοίταζε να ζητήσει και να επιτύχει από την Αγγλία να μας εξασφαλίσει τα εδάφη που μας ανήκαν, τουλάχιστον την Κύπρο και τα Δωδεκάνησα, που δεν ξέρει κανείς τι θα γίνουν ακόμη, αφού η τύχη τους θα εξαρτηθεί από τον ρόλο που θα παίξει η Τουρκία ώσπου να τελειώσει ο πόλεμος. Δεν ήταν μόνο το παιχνίδι των Γερμανών που μας είχε τυλίξει, αλλά και το παιχνίδι των Τούρκων», έγραφε τότε, το 1941, ο Γιώργος Σεφέρης. Και κλείνει το «Χειρόγραφό» του, σημειώνοντας: Έγραψα αυτές τις σελίδες χωρίς άλλο σκοπό παρά να βάλω τάξη στη συνείδησή μου. Το μόνο γενικότερο συμπέρασμα που βγάζω και που με ανησυχεί είναι η καταπληκτική διαφορά του λαού και της συντεχνίας των αρχόντων του, σ’ όποιο κόμμα κι αν ανήκουν. Πού θα μας βγάλει αυτό, δεν το ξέρω».
Και τελειώνει ο Γιώργος Σεφἐρης το «Χειρόγραφό» του το 1941 με μια φράση του Αισχύλου από την τραγωδία Χοηφόροι: “ποῖ καταλήξει μετακοιμισθὲν μένος Ἄτης” (και πού θα σταθεί, ησυχία να βρει αυτ᾽ η άγρια η Λύσσα;) Ο θεός να βοηθήσει».
Επιμέλεια – Παρουσίαση: Ειρήνη Λαλάκη

