Την πολιτική βούληση για μια ειρηνική, έντιμη, λειτουργική και βιώσιμη λύση του Κυπριακού, επανέλαβε ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης, σε ομιλία του στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ξεκαθαρίζοντας ωστόσο ότι δεν θα γίνει αποδεκτή μια λύση, αντίθετη με τις Συμφωνίες Κορυφής, τα Ψηφίσματα των ΗΕ και το Ευρωπαϊκό κεκτημένο, η οποία θα καθιστούσε την Κυπριακή Δημοκρατία υποχείριο της Τουρκίας.
Μιλώντας σε εκδήλωση του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Πανεπιστημίου Κύπρου, με θέμα «Οι αγώνες της Κύπρου για την εθνική παλιγγενεσία», ο Πρόεδρος Αναστασιάδης σημείωσε: «Αυτό που θα ήθελα με τη σημερινή ευκαιρία να διαμηνύσω, είναι πως όσο αποδεδειγμένα διαθέτουμε την πολιτική βούληση και αποφασιστικότητα να προχωρήσουμε σε μια ειρηνική, έντιμη, λειτουργική και βιώσιμη λύση του Κυπριακού, άλλο τόσο δεν θα αποδεχτούμε όρους και αξιώσεις που θα οδηγούν σε μια λύση αντίθετη με τις Συμφωνίες Κορυφής, τα Ψηφίσματα των ΗΕ και το Ευρωπαϊκό κεκτημένο, καθιστώντας την Κυπριακή Δημοκρατία υποχείριο της Τουρκίας».
Κατά την έναρξη της ομιλίας του, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξέφρασε τη βαθύτατη θλίψη του ιδίου και της κυβέρνησής του «για τον αδόκητο χαμό της μοναδικής φίλης, της εξαίρετου πολιτικού Φώφης Γεννηματά». «Εύχομαι αιωνία η μνήμη της αλλά και η σφραγίδα που άφησε μέσα από το πολιτικό της ήθος να κοσμεί όσους επιζούν», συμπλήρωσε.
Σε σχέση με το θέμα της εκδήλωσης, που τοποθετείται στο πλαίσιο των εορτασμών για τα 200 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, αναφέρθηκε στον ρόλο που διαδραμάτισαν η Κύπρος και η Μακεδονία, στην Ελληνική Επανάσταση.
«[Δ]εν μπορώ να μην σημειώσω τους δύο κύριους άξονες που χαρακτηρίζουν τις άμεσες συνέπειες και τον απόηχο του 1821 στη Μακεδονία και στην Κύπρο. Ο πρώτος ήταν οι σφαγές των κληρικών, προκρίτων και του απλού λαού, συνέπεια της “οργής του σουλτάνου” για το ξέσπασμα της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία και στην Πελοπόννησο. Προηγήθηκε η Θεσσαλονίκη, στις 18 και 19 Μαΐου 1821 και ακολούθησε η Κύπρος με τη φρίκη της 9ης Ιουλίου. Και ο δεύτερος άξονας ήταν η αθρόα συμμετοχή Μακεδόνων και Κυπρίων αγωνιστών που συμμετείχαν στον κοινό απελευθερωτικό αγώνα της Παλιγγενεσίας», ανέφερε ο Πρόεδρος Αναστασιάδης.
«Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ ο Ελληνικός πληθυσμός της Κύπρου την περίοδο εκείνη ανερχόταν σε μόλις 80 χιλιάδες, ο αριθμός των αγωνιστών που έλαβαν μέρος στον Εθνικό ξεσηκωμό, εκτιμάται πως ανερχόταν στους 1000. Την ίδια στιγμή, ιδιαίτερα σημαντική κρίνεται και η υλική συνεισφορά των Κυπρίων, με την αποστολή προμηθειών και οικονομικής βοήθειας παρά τη φτώχεια και τις όποιες κακουχίες αντιμετώπιζαν», πρόσθεσε, εκφράζοντας την υπερηφάνεια που «ο Κυπριακός Ελληνισμός συνέβαλε, στο μέτρο του δυνατού, στη δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους».
Αναλύοντας τους ιστορικούς δεσμούς που ένωσαν τη Μακεδονία με την Κύπρο και τα επόμενα χρόνια, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναφέρθηκε και στους αγώνες του Ελληνισμού για την επίλυση του Κυπριακού.
«Εδώ και 47 χρόνια, αυτό που καταγράφεται είναι οι αδιάλλακτοι και αμετάβλητοι στόχοι της Τουρκίας, μέσα από τις αξιώσεις που προβάλλει, να επιτύχει λύση που θα της επιτρέπει τον πλήρη έλεγχο και την μετατροπή της Κύπρου σε δικό της προτεκτοράτο», είπε.
Όπως σημείωσε, «αποκορύφωμα των διαχρονικών στόχων της Τουρκίας, αποτελούν οι νέες της αξιώσεις, με εγκατάλειψη της βάσης λύσης και την αξίωση της δημιουργίας δύο ανεξαρτήτων κρατών, τη δημιουργία νέων τετελεσμένων επί του εδάφους με την αλλοίωση του καθεστώτος της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου, τη παραχώρηση 145 τετραγωνικών χιλιομέτρων Ελληνοκυπριακής γης στον τουρκικό στρατό για περαιτέρω στρατικοποίηση, αλλά και τις συνεχείς παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου της θαλάσσης με παράνομες επεμβάσεις στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κυπριακής Δημοκρατίας».
Παράλληλα, επανέλαβε τη βούλησή του για «την επίτευξη μιας λύσης που θα οδηγεί σε ένα κράτος πλήρως απαλλαγμένο από εξαρτήσεις τρίτων ή/και την όποια κηδεμόνευση μέσα από πρόνοιες που δεν συναντώνται σε κανένα σύνταγμα κράτους – μέλους των Ηνωμένων Εθνών».
«Μιας λύσης που θα σέβεται την αξιοπρέπεια και την ταυτότητα και των δύο κοινοτήτων και θα τους δίδει το δικαίωμα, ελεύθεροι και ανεξάρτητοι να καθορίζουν την μοίρα τους, σε συνθήκες ασφάλειας, σταθερότητας και αρμονικής συμβίωσης, όπως επιτάσσει και η Ευρωπαϊκή μας ταυτότητα», συμπλήρωσε ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στον χαιρετισμό του, ο Πρύτανης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Καθηγητής Νικόλαος Γ. Παπαϊωάννου υποστήριξε ότι «παρά τα επανειλημμένα και πικρά λάθη της εγχώριας πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, η Κύπρος αποτελεί διαχρονικά ένα από τα ισχυρότερα προπύργια της ελληνικής ταυτοτικής συνείδησης». «Τις θυσίες αυτές έχουμε χρέος να τις τιμούμε λόγω και έργω», συμπλήρωσε.
Ολοκληρώνοντας τον χαιρετισμό του, ο κ. Παπαϊωάννου σημείωσε την ανάγκη έναρξης «μιας νέας περιόδου προ πολλού οφειλόμενης αναγνώρισης της Κυπριακής Ιστορίας στην ελληνική ακαδημαϊκή και ευρύτερη δημόσια σφαίρα. Μία αναγνώριση που δεν θα εξαρτάται από μεμονωμένες προσπάθειες, παρά θα αποτελεί αυτονόητη πραγματικότητα».
Από την πλευρά του, ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Κύπρου, Καθηγητής Τάσος Χριστοφίδης, στην ομιλία του σημείωσε ότι η εκδήλωση «θα προσθέσει πολύτιμες πληροφορίες και στοιχεία και θα φωτίσει την εν πολλοίς άγνωστη και λησμονημένη κυπριακή συμβολή στο αγώνα της εθνικής παλιγγενεσίας».
«Στο μέλλον των σύγχρονων ακαδημαϊκών μας ιδρυμάτων εξακολουθούν να έχουν καίρια θέση και ρόλο οι ανθρωπιστικές σπουδές και κατ’ επέκταση και η επιστήμη της ιστορίας», ανέφερε ο κ. Χριστοφίδης. «Απόψε τιμάμε τη συμβολή της Κύπρου και των ανθρώπων της στην Επανάσταση του 1821, συζητάμε για το παρελθόν της και στοχαζόμαστε το μέλλον της», κατέληξε ο ίδιος.
Πηγή: ΚΥΠΕ