Στο 25% ανέρχεται το ποσοστό των μαθητών που είναι θύματα σχολικού εκφοβισμού, σύμφωνα με έρευνα που διεξάγει το Υπουργείο Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας. Αυτό λέχθηκε από εκπρόσωπο του Υπουργείου ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παιδείας, η οποία συνήλθε την Τετάρτη.

Εκπρόσωπος της Αστυνομίας είπε ότι το 2020 εξετάστηκαν 451 υποθέσεις παραβατικής συμπεριφοράς ανηλίκων (οι οποίες δεν αφορούν μόνο τις σχολικές μονάδες), 496 το 2021 και 508 το 2022. Στη συνεδρία της Επιτροπής ακούστηκαν καταγγελίες για περιστατικά βίας και παραβατικότητας εντός σχολικών μονάδων.

Σε ό,τι αφορά τη νομοθεσία που η Βουλή είχε ψηφίσει το 2020, τονίστηκε η ανάγκη τροποποίησής της, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις εισηγήσεις του Υπουργείου Παιδείας, με τους Βουλευτές να λένε ότι το θέμα θα συζητηθεί εκ νέου με τη νέα χρονιά και θα επανέλθουν με προτάσεις νόμου, δίνοντας χρόνο παράλληλα στο Υπουργείο Παιδείας να προετοιμαστεί για τη συζήτηση.

Τι λέχθηκε στη συνεδρία της Επιτροπής

—————– 

Κατά την έναρξη της συνεδρίας της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παιδείας, ο Πρόεδρός της και Βουλευτής του ΔΗΚΟ, Παύλος Μυλωνάς, πρότεινε την εγγραφή θέματος προς αυτεπάγγελτη εξέταση αναφορικά με τη δημιουργία δομών για υποστήριξη παιδιών που επιδεικνύουν παραβατική συμπεριφορά. Κατόπιν ψηφοφορίας μεταξύ των μελών της Επιτροπής, το θέμα ενεγράφη.

Σε δηλώσεις του μετά το τέλος της συνεδρίας της Επιτροπής, ο κ. Μυλωνάς ανέφερε ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα, που δεν είναι μόνο σχολικό. «Πρέπει να κάνουμε τις σχολικές μονάδες θεραπευτικά κέντρα;», διερωτήθηκε, υποδεικνύοντας ότι η κοινωνία και η πολιτεία πρέπει να απαντήσουν στο ερώτημα. Απαντώντας σε ερώτηση, σημείωσε ότι η τιμωρία πρέπει να είναι παιδαγωγικό μέσο και να επιβάλλεται ανάλογα με την ηλικία του παραβάτη.

Ο Αναπληρωτής Πρόεδρος της Επιτροπής και Βουλευτής του ΔΗΚΟ, Χρύσανθος Σαββίδης, τόνισε ότι ο εκφοβισμός συνιστά πράξη σκόπιμης βλάβης. Επεσήμανε ότι είναι σημαντικός ο ρόλος των μαθητών καθώς και η παροχή βοήθειας από μαθητή σε μαθητή.

Ο Βουλευτής του ΔΗΣΥ, Γιώργος Κάρουλλας, είπε ότι είναι ανησυχητικά τα στοιχεία που ακούστηκαν στη συνεδρία της Επιτροπής. «Το πρωί γίνεται δουλειά στα σχολεία, η οποία γκρεμίζεται το απόγευμα», είπε, κάνοντας λόγο για «κενό της απογευματινής μέριμνας». Εάν δημιουργηθούν κέντρα αντιμετώπισης της κατάστασης, δεν μπορούν να λειτουργούν έξω από τα σχολεία, υπέδειξε.

Σε δηλώσεις μετά το τέλος της συνεδρίας της Επιτροπής, σημείωσε ότι το 2% των παιδιών εκδηλώνει αποκλίνουσα συμπεριφορά. «Όλοι οφείλουμε να ασχοληθούμε με κάθε πτυχή του ζητήματος», ανέφερε και διατύπωσε την εισήγηση για τροποποίηση της νομοθεσίας που ψήφισε η Βουλή το 2020 για την ενδοσχολική βία.

Ο Βουλευτής του ΔΗΣΥ, Πρόδρομος Αλαμπρίτης, επεσήμανε ότι χρειάζεται μεθοδικότητα και πιο ευρείες δράσεις, καθώς και συνεργασία εκπαιδευτικών-γονέων-μαθητών. «Πρέπει να περάσουμε στις πράξεις», τόνισε. 

Ο Βουλευτής του ΑΚΕΛ, Χρίστος Χριστοφίδης, ανέφερε ότι ο εκφοβισμός είναι κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο δεν μπορεί το σχολείο να αντιμετωπίσει από μόνο του. «Η χειρότερη μορφή βίας είναι η φτώχια», πρόσθεσε. «Είναι πιο σημαντικό να έχει ένα παιδί γνώσεις ή δεξιότητες; Το σημαντικό είναι τα παιδιά να μάθουν να μαθαίνουν και όχι να αποστηθίζουν», υπέδειξε. 

Ακόμη, ο κ. Χριστοφίδης είπε ότι είναι «τρομερά μικρός ο αριθμός των εκπαιδευτικών ψυχολόγων, ο οποίος ανέρχεται στους 70 παγκυπρίως, δεδομένου ότι 1 στα 4 παιδιά είναι θύματα εκφοβισμού». Θα έπρεπε κάθε σχολείο να έχει τον δικό του εκπαιδευτικό ψυχολόγο, συνέχισε. 

Σε ό,τι αφορά τη χρήση ουσιών από μαθητές, ο κ. Χριστοφίδης ανέφερε ότι δεν υπάρχουν καταγγελίες από τα σχολεία, γιατί φοβούνται οι εκπαιδευτικοί. «Πρέπει να υπάρξει πλαίσιο προστασίας των εκπαιδευτικών», σημείωσ. Ακόμη, είπε ότι υπάρχουν καταγγελίες για συμμορίες παιδιών που λειτουργούν στα σχολεία είτε με άξονα οπαδικά σύνολα ή και πολιτικά-ιδεολογικά ρεύματα και τρομοκρατούν όποιους διαφωνούν μαζί τους, είτε είναι παιδιά διαφορετικών απόψεων είτε εθνικοτήτων. 

Σε δηλώσεις του μετά το τέλος της συνεδρίας της Επιτροπής, ο κ. Χριστοφίδης έκανε λόγο για το «πολυπαραγοντικό φαινόμενο» του εκφοβισμού, το οποίο χρειάζεται «προφανώς πολυδιάστατη αντιμετώπιση», καθώς και «περισσότερη κοινωνική ευαισθησία και παιδαγωγική προσέγγιση».

Ο Βουλευτής του ΑΚΕΛ, Ανδρέας Καυκαλιάς, έθεσε ερώτημα για το νομοθετικό πλαίσιο αντιμετώπισης του σχολικού εκφοβισμού και τις προτάσεις που απέστειλε η Υπουργός Παιδείας προς την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Παιδείας. 

Απαντώντας στον κ. Καυκαλιά, η Έλενα Χατζηκακού εκ μέρους του Υπουργείου Παιδείας ζήτησε να συζητηθεί το νομοθετικό πλαίσιο σε άλλη συνεδρία της Επιτροπής. «Δεν είχαμε αντιληφθεί ότι θα συζητηθεί ειδικά το νομοθετικό πλαίσιο», επεσήμανε.

Ο Ανδρέας Καυκαλιάς σημείωσε ότι υπάρχει κενό στο νομοθετικό πλαίσιο, τονίζοντας ταυτόχρονα ότι πρέπει να ξεκαθαρίσει το πλαίσιο υπό τη μορφή του κατεπείγοντος. «Πρέπει να διαμορφωθεί μηχανισμός υποβολής παραπόνων από τα παιδιά», υπογράμμισε.

Ο Βουλευτής της ΕΔΕΚ, Ανδρέας Αποστόλου, σημείωσε ότι δεν είναι σωστή κοινοβουλευτική πρακτική να στέλνει επιστολή το Υπουργείο με τις αλλαγές που θέλει από τη Βουλή να κάνει σε ένα νομοσχέδιο. Ακολούθως διερωτήθηκε αν η ποινικοποίηση του σχολικού εκφοβισμού είναι λύση και αν η νομοθεσία δίνει τα απαραίτητα εργαλεία. Ακόμη διερωτήθηκε αν το Υπουργείο Παιδείας είναι ευχαριστημένο από τη συνεργασία με τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας (ΥΚΕ) και το Υφυπουργείο Πρόνοιας.

Ο Βουλευτής της ΔΗΠΑ, Αλέκος Τρυφωνίδης, έκανε λόγο για περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα παιδί ζητάει στήριξη και αυτή η στήριξη αργεί να του παρασχεθεί. «Πρέπει να συμβάλουν πολλοί φορείς και Υπουργεία για να πετύχουμε έστω και τα μισά από αυτά που επιδιώκουμε», ανέφερε.

Σε δηλώσεις του μετά το τέλος της συνεδρίας της Επιτροπής, ο κ. Τρυφωνίδης έκανε λόγο για έλλειψη συνεργασίας μεταξύ τμημάτων του κράτους. Ζήτησε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, την Υπουργό Υγείας και την Υπουργό Παιδείας να παρέμβουν ώστε να επιτευχθεί η ένταξη των εκπαιδευτικών και συμβουλευτικών ψυχολόγων στο ΓεΣΥ.

Η Έλενα Χατζηκακού ανέφερε ότι ο καθηγητής του Τμήματος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, Δρ Κώστας Φάντης, διεξάγει έρευνα για λογαριασμό του Υπουργείου αναφορικά με τα περιστατικά βίας εδώ και 3 χρόνια. Σύμφωνα με την έρευνα, το ποσοστό των παιδιών που είναι θύματα σχολικού εκφοβισμού στην Κύπρο είναι 20-25%, κάτι το οποίο συμβαδίζει με ευρωπαϊκές έρευνες, είπε η κ. Χατζηκακού, προσθέτοντας ότι αυτό επιβεβαιώνεται και από την πρόσφατη διεθνή έρευνα PISA 2022.

Ακόμη, έκανε λόγο για μέτρα στήριξης της σχολικής μονάδας, των εκπαιδευτικών, των γονέων, και αναφέρθηκε στις διαδικασίες που πρέπει να γίνουν από πλευράς του Υπουργείου. «Τον Ιανουάριο του 2024 θα προχωρήσουμε σε επιμόρφωση των διευθυντών των σχολείων, ενώ θα προχωρήσουμε και σε προγράμματα ενδυνάμωσης των παιδιών», επεσήμανε, προσθέτοντας ότι αποτελεί «πρόκληση» η επιμόρφωση των γονέων. Όπως είπε, γίνονται προσπάθειες για ένταξη πολιτικών επίλυσης συγκρούσεων στο Αναλυτικό Πρόγραμμα, καθώς και για στήριξη των παιδιών. 

Από την πλευρά της, η Έρση Παπακώστα, Προϊσταμένη της Υπηρεσίας Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας στο Υπουργείο Παιδείας, τόνισε ότι ο εκφοβισμός είναι πολυπαραγοντικός και πολυεπίπεδος, και συνιστά βία. «Στον εκφοβισμό υπάρχει ανισότητα δύναμης θύτη και θύματος, λόγω της οποίας το θύμα δεν μπορεί να εκφραστεί», σημείωσε, υποδεικνύοντας την ανάγκη ενδυνάμωσης των παιδιών και των σχολικών μονάδων. «Υπάρχει αύξηση της βίας στα σχολεία τόσο στην Κύπρο όσο και διεθνώς», συμπλήρωσε.

Απαντώντας στην ερώτηση του Παύλου Μυλωνά για τις αιτίες της αποτυχίας στη διαχείριση του προβλήματος, η κ. Παπακώστα εξήγησε ότι υπάρχει αύξηση των οικογενειών με φτώχια, καθώς και των δυσλειτουργιών στην οικογένεια. «Το φαινόμενο δεν είναι μόνο κοινωνικό», επεσήμανε, προσθέτοντας ότι πρέπει να υπάρχει συνεργασία μεταξύ Υπουργείων και φορέων. 

Η Χαρά Δημητρίου, εκ μέρους της ερευνητικής ομάδας του Πανεπιστημίου Κύπρου που διεξάγει την έρευνα για λογαριασμό του Υπουργείου Παιδείας, ανέφερε ότι η έρευνα δίνει την ευκαιρία σε εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές να εκφραστούν. 

Επιπλέον, σημείωσε ότι πρέπει να ενισχυθούν προληπτικά τα παιδιά που λειτουργούν ως παρατηρητές και συμπαραστάτες σε περιπτώσεις σχολικού εκφοβισμού. Όπως είπε, υπάρχουν παιδιά που ενεργούν και ως θύματα και ως θύτες. Ακόμη, εισηγήθηκε ως μέτρα αντιμετώπισης του ζητήματος την ενίσχυση του σχολικού κλίματος και την καλλιέργεια της ανθεκτικότητας και της ενσυναίσθησης.

Ο Αλέξανδρος Καυκαλιάς, εκπρόσωπος της ΠΣΕΜ, είπε ότι υπάρχει πρόβλημα και πρέπει να ληφθούν μέτρα. «Ο εκφοβισμός έχει επεκταθεί εκτός των σχολείων», σημείωσε, υποδεικνύοντας ότι είναι πιο εύκολη η αντιμετώπισή του στον κλειστό σχολικό χώρο. Ανέφερε ακόμη ότι είναι ευθύνη του Υπουργείου Παιδείας να διαμορφώσει πλαίσιο, προσθέτοντας ότι η ΠΣΕΜ είναι ανοικτή σε τέτοια συζήτηση. «Δεν έχουμε προς το παρόν ενημέρωση», διευκρίνισε.

Η Ευρυδίκη Χριστοφίδη, εκπρόσωπος της ΠΣΕΜ, εξέφρασε τον προβληματισμό της ΠΣΕΜ για τον σχολικό εκφοβισμό. «Δεν μπορούν οι μαθητές από μόνοι τους να λύσουν το πρόβλημα», υπέδειξε, σημειώνοντας ότι είναι αναγκαία και η συνεργασία του Υπουργείου Παιδείας. 

Ο Λοΐζος Κωνσταντίνου, Πρόεδρος της Παγκύπριας Συνομοσπονδίας Ομοσπονδιών Συνδέσμων Γονέων Δημοσίων Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης, τόνισε ότι τα ευρήματα της έρευνας είναι άκρως ανησυχητικά. Εν συνεχεία, αναφέρθηκε σε πρόσφατο περιστατικό σχολικού εκφοβισμού σε Γυμνάσιο, το οποίο λύθηκε εξωσχολικά. Όπως είπε, στα Γυμνάσια είναι περισσότερα τα περιστατικά από ό,τι στα Λύκεια.

Ο Λοΐζος Γιάσουμας, Πρόεδρος της Παγκύπριας Σχολής Γονέων, υπογράμμισε ότι πρέπει να εστιάσουμε στον εντοπισμό και στην πρόληψη, καθώς και στο θύμα και στον θύτη. «Κάθε σχολείο πρέπει να εστιάσει στο πρόβλημα», ανέφερε, επισημαίνοντας ότι «πρέπει να επιμορφώσουμε και να καθοδηγήσουμε τους γονείς».

Ο Χάρης Χαραλάμπους, ΓΓ της ΠΟΕΔ, ανέφερε ότι στη συνεδρία της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών στις 3/12 είχε εκφράσει την επιφύλαξή του για την προσπάθεια ποινικοποίησης του σχολικού εκφοβισμού. 

Ο Απόστολος Σκουρουπάθης, Αντιπρόεδρος της ΠΟΕΔ, σημείωσε ότι πριν από δύο χρόνια συζητείτο ξανά το θέμα ενώπιον της Επιτροπής. «Πρέπει να δοθούν εργαλεία στους εκπαιδευτικούς και στους διευθυντές για αντιμετώπιση του σχολικού εκφοβισμού», υπέδειξε.

Ο Λένος Λοΐζου, Γενικός Γραμματέας της ΟΛΤΕΚ, ανέφερε ότι τα προγράμματα αντιμετώπισης του σχολικού εκφοβισμού πρέπει να γίνουν πιο κατανοητά σε γονείς, εκπαιδευτικούς και μαθητές.

Ο Δημήτρης Ταλιαδώρος, Πρόεδρος της ΟΕΛΜΕΚ, διερωτήθηκε ποια εικόνα στέλνει η Βουλή για το θέμα του σχολικού εκφοβισμού, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι «το να μπει ένα παιδί στη φυλακή δεν είναι λύση». Ακόμη, εξέφρασε την ικανοποίησή του για πρόσφατη εισήγηση του Υπουργείου Παιδείας για δημιουργία εναλλακτικών προγραμμάτων. 

Επιπρόσθετα, έκανε λόγο για παιδιά με ψυχολογικά και ψυχιατρικά προβλήματα, καθώς και για περιπτώσεις αποπειρών αυτοκτονίας, χρήσης ναρκωτικών, χρήσης αιχμηρών αντικειμένων και άλλων επικίνδυνων ενεργειών κατά άλλων παιδιών. Όπως είπε, έχουν δικαιώματα και οι υπόλοιποι μαθητές, οι οποίοι δεν μπορούν να έχουν εντός της τάξης ένα μαθητή με σοβαρά προβλήματα. Αναφέρθηκε στην εισήγηση του πρώην Υπουργού Παιδείας, Άκη Κλεάνθους, για χειρισμό υποθέσεων σε εξιδεικευμένα κέντρα εκτός σχολείων.

Η Τώνια Σιαμπτάνη, λειτουργός του Γραφείου Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, σημείωσε ότι υπάρχουν τα νομοθετικά εργαλεία αντιμετώπισης του θέματος, αλλά το πρόβλημα βρίσκεται στην εφαρμογή. Κάποιες εισηγήσεις του Γραφείου του Επιτρόπου έχουν γίνει αποδεκτές από το Υπουργείο, κάποιες άλλες όχι ακόμα, πρόσθεσε, επισημαίνοντας ότι χρειάζεται ουσιαστική εμπλοκή όλης της σχολικής κοινότητας, καθώς και η πρόσβαση των παιδιών σε μηχανισμό υποβολής παραπόνων. «Ο διαδικτυακός εκφοβισμός παίρνει μεγάλες διαστάσεις», υπογράμμισε.

Ο Μιχάλης Ανδρονίκου, εκπρόσωπος της Αστυνομίας, απαντώντας σε ερώτημα του Βουλευτή του ΔΗΚΟ και Αναπληρωτή Προέδρου της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παιδείας, Χρύσανθου Σαββίδη, για τη διαχείριση περιστατικών σχολικού εκφοβισμού, είπε ότι το 2020 εξετάστηκαν 451 υποθέσεις που αφορούσαν νεανική παραβατικότητα (και όχι μόνο στον σχολικό χώρο), 496 υποθέσεις το 2021 και 508 το 2022. 

Απαντώντας σε ερώτημα του Παύλου Μυλωνά για τις σχολικές συμμορίες, η Έρση Παπακώστα ανέφερε ότι το φαινόμενο των γκάνγκστερ έχει εντοπιστεί από το 2014 και έγινε πιο έντονο τα τελευταία χρόνια. Ακόμη, χαρακτήρισε ως «καυτή πατάτα» το θέμα της λειτουργίας εξειδικευμένων κέντρων για παιδιά με παραβατικές συμπεριφορές. «Δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε κάτι πρόχειρο», σημείωσε.

Εν συνεχεία, υπέδειξε ότι η ποινικοποίηση του σχολικού εκφοβισμού έχει πολλές συνέπειες. «Χρειάζεται θεραπεία και παιδαγωγική αντιμετώπιση», τόνισε, προσθέτοντας ότι το Υπουργείο Παιδείας χρειάζεται καλύτερη συνεργασία με το Υφυπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας. Απαντώντας σε ερώτηση του Παύλου Μυλωνά αν στηρίζονται επαρκώς οι οικογένειες, η κ. Παπακώστα επεσήμανε ότι «είναι άδικο να λέγεται ότι μιλάμε μόνο θεωρητικά και δεν κάνουμε πράξεις».

Απαντώντας σε ερώτημα του κ. Μυλωνά για τα παιδιά που κάνουν χρήση ουσιών, η Έλενα Χατζηκακού είπε ότι οι ΥΚΕ ενημερώνονται για τις περιπτώσεις και προχωρούν αυτεπάγγελτα.

Επιπλέον, η κ. Χατζηκακού ανέφερε ότι δημιουργούνται προγράμματα για ενίσχυση σχολείων υψηλού κινδύνου. Απαντώντας στον Βουλευτή της ΕΔΕΚ, Ανδρέα Αποστόλου, σημείωσε ότι πρέπει να υπάρχει παιδαγωγική αντιμετώπιση του προβλήματος του σχολικού εκφοβισμού, προσθέτοντας ότι γίνονται κάποια πράγματα, βάσει της νομοθεσίας του 2020. Είπε ακόμη ότι υπάρχουν προκλήσεις στη συνεργασία του Υπουργείου Παιδείας με το Υφυπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας. Καταληκτικά, ζήτησε να δοθεί χρόνος για να υπάρξει συνεννόηση με την Υπουργό Παιδείας αναφορικά με το θέμα. 

Η συζήτηση του θέματος του σχολικού εκφοβισμού θα συνεχιστεί στη Βουλή τον επόμενο μήνα.

Πηγή: ΚΥΠΕ