Ο φιλόλογος Κωνσταντίνος Δημητριάδης (το «Ντίνος Χριστιανόπουλος» είναι ψευδώνυμο του ποιητή), ο συλλέκτης έργων τέχνης, ο πρώην ιδιοκτήτης της πινακοθήκης της «Διαγωνίου», ο μελετητής, ο μεταφραστής, ο δοκιμιογράφος, ο σχολιαστής (ενίοτε ιδιαίτερα δηκτικός) των έργων και των ζωών των άλλων, ο πλέον «συζητημένος» ποιητής των τελευταίων χρόνων, πέθανε σήμερα Τρίτη 11 Αυγούστου, στη γενέθλια πόλη του, τη Θεσσαλονίκη, την οποία ουδέποτε εγκατέλειψε, ύστερα από πολυετή ασθένεια.
Γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου του 1931. Χρόνια μετά, η ημέρα της γέννησής του (Εαρινό ηλιοστάσιο- πρώτη μέρα της Άνοιξης), έμελλε να χρισθεί ως… «παγκόσμια μέρα της ποίησης».
«Δεν θέλω και πολύ τις αυτοβιογραφίες, γιατί μου δίνουν την εντύπωση ότι ξόφλησα κι ότι δεν έχω πια να κάνω τίποτα άλλο παρά να βυθίζομαι στις αναμνήσεις…», έλεγε.
Φοίτησε στο τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (αποφοίτησε στα 1954) αλλά δε θέλησε ποτέ να εξασκήσει τη φιλολογία ως επάγγελμα. Εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη και ύστερα από οκτώμισι χρόνια παραιτήθηκε. Είχε δηλώσει εξάλλου ότι θεωρεί … «κατάρα» το να είναι κάποιος υπάλληλος…
Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε το 1949, με τη δημοσίευση του ποιήματος «Βιογραφία» στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης «Μορφές». Το 1950 κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Εποχή των ισχνών αγελάδων». Το 1958 ίδρυσε και ανέλαβε το περιοδικό «Διαγώνιος» που κυκλοφόρησε ως το 1983, και το 1962 δημιούργησε τον εκδοτικό οίκο «Εκδόσεις της Διαγωνίου», προτείνοντας και εκδίδοντας σημαντικούς λογοτέχνες (Νίκος – Αλέξης Ασλάνογλου, Γιώργος Ιωάννου, Περικλής Σφυρίδης, Σάκης Παπαδημητρίου κ.ά).
Εκτός από ποιητής και εκδότης, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος υπήρξε διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, ερευνητής, λαογράφος, επιμελητής εκδόσεων, βιβλιοκριτικός, συλλέκτης, μελετητής και ερμηνευτής ρεμπέτικων τραγουδιών. Είχε ασχοληθεί επισταμένα με το Διονύσιο Σολωμό, το Στρατή Δούκα, τον Κωνσταντίνο Καβάφη, το Νίκο Καββαδία, το Βασίλειο Λαούρδα, ενώ είχε εντρυφήσει στο έργο του Βασίλη Τσιτσάνη κι εξέδωσε μελέτες για το ρεμπέτικο τραγούδι.
Το 2011 τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για την προσφορά του τόσο στην πνευματική ζωή της Θεσσαλονίκης αλλά και γενικότερα στα ελληνικά γράμματα. Αρνήθηκε όμως να το παραλάβει, παραπέμποντας στο κείμενό του «Εναντίον» από το 1979, όπου αναφέρει: «Είμαι εναντίον των βραβείων γιατί μειώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Βραβεύω σημαίνει αναγνωρίζω την αξία κάποιου κατωτέρου μου και κάποτε θα πρέπει να διώξουμε τα αφεντικά από τη ζωή μας».
Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από έντονα ερωτική διάθεση και επιρροές από το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη.
«Πάντως, η βασικότερη διαφορά είναι ότι ο Καβάφης είναι φιλήδονος, ενώ εγώ γράφω για την αγωνία της ερωτικής στέρησης», έλεγε.
Πηγή: Naftemporiki.gr