
Το ελληνικό τραγούδι καθώς ταξιδεύει στον χρόνο κάποιες φορές «σταματά», γιατί και ο ίδιος ο χρόνος «παγώνει». Αυτοσυγκεντρώνεται, συνδιαλέγεται, συλλογίζεται, αυτοπροσδιορίζεται και προχωρά. Προχωρά, όμως, χωρίς ποτέ να είναι αυτό που ήταν πριν.
Οι απώλειες (η μία μετά την άλλην) έρχονται να πιστοποιήσουν ότι το μέλλον είναι δυσοίωνο και σπουδαίοι και μεγάλοι τραγουδοποιοί καθώς φεύγουν, αφήνουν δυσαναπλήρωτα κενά. Ένας ήταν και είναι ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Λοΐζoς, ο Κουγιουμτζής, ο Ζαμπέτας, ο Μούτσης, ο Γκάτσος, ο Ελευθερίου, ο Αλκαίος, ο Μικρούτσικος, ο Καλδάρας, ο Μαρκόπουλος κ.α.
Το θέμα είναι ότι στο μέγεθος αυτών των δημιουργών δεν υπάρχει και δεν πρόκειται να υπάρξει συνέχεια.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν έγραψε απλά «ιστορία» αλλά ίσως έγραψε πολλές από τις σελίδες αυτής, με το ταλέντο, την οξυδέρκεια, τη σωστή στιχουργικά αποτύπωση, τη μουσικότητα, τον σφυγμό της εποχής, την απλότητα, πάνω απ’ όλα όμως με τη συνεχή και αδιάλειπτη παρουσία, τον δυναμισμό και την ενέργεια του.
Τον είχα δει στο Ηρώδειο στις 8.7.2024 σε μια συναυλία με τίτλο «Η δική μας μεταπολίτευση», στην οποία είχε τον ρόλο του παρουσιαστή-οικοδεσπότη. Έναν ρόλο που του ταίριαζε άψογα γιατί πραγματικά «πήρε όλη την παράσταση πάνω του».
Μας καλωσόρισε με το τραγούδι «για τα παιδιά πουναι στο κόμμα» από την μεταπολιτευτική «Ρεζέρβα» του 1979.
Στη συνέχεια με μια παρέμβαση του τοποθέτησε τα πράγματα στη θέση τους.
Είπε ότι «κάθισα κι έγραψα ένα τραγούδι για την Κύπρο, στη καταστροφή της οποίας οφείλουμε τη δική μας ελευθερία». Κι αυτή ήταν η απόλυτη αλήθεια!
Ο Σαββόπουλος εκείνο το βράδυ μας θύμισε το «Ζεϊμπέκικο» που το έχουμε συνδέσει με τη φωνή της Μπέλλου και την «Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ» που είναι ακόμα ένας από τους ύμνους του φοιτητικού κινήματος!
Τη «Παράβαση» από τους «Αχαρνής» του Αριστοφάνη που επένδυσε μουσικά το 1975 για το Εθνικό Θέατρο και την «Ωδή στον Καραϊσκάκη», που αναφέρεται τόσο στον ίδιο τον οπλαρχηγό της Ελληνικής επανάστασης, αλλά και στον Che Guevara!
Στο τελευταίο κομμάτι της συναυλίας αυτής συγκινηθήκαμε γιατί διαλέγοντας ο Σαββόπουλος το «Εμείς του ’60» τον στίχο «σχεδόν 45 ετών με μπλοκ επιταγών, χωρίς κανένα αντίκρισμα εξόν, τον παράφρασε λέγοντας «σχεδόν ογδοήκοντα ετών» και «κακά τα ψέματα» στις 2.12.2024 ο Νιόνιος έκλεινε τα ογδόντα.
Αναφερόμενος επίσης στο θέμα της ηλικίας είπε και το εξής εύστοχο:
«Η νεότης ομορφαίνει αλλά κρύβει, τα γεράματα ομορφαίνουν επίσης, αλλά φανερώνουν»
Κράτησα και κρατώ ακόμα την τελευταία φράση του Σαββόπουλου:
«Προστατέψτε την δημοκρατία και το Ροκ του μέλλοντος μας. Σας το λέμε εμείς του ’60 οι εκδρομείς»
O «τύπος» με τα στρογγυλά γυαλιά, τις εντυπωσιακές τιράντες ενίοτε και με παπιγιόν, το γενάκι, που έβγαινε στη σκηνή, έκανε σχόλια, έλεγε ιστορίες και τραγουδούσε, δεν είναι πια μαζί μας. Ο Διονύσης, ο Νιόνιος ή ο Σαββόπουλος «κατέβηκε» από το «Φορτηγό».
Από σήμερα μιλά η ιστορία και η υστεροφημία του. Μια ιστορία μεγάλη, γεμάτη τραγούδια που παίζονται απλά με μία κιθάρα, για την παρέα, αλλά και για όλες τις μοναχικές ψυχές. Είναι τα τραγούδια ενός ενεργού πολίτη που αβίαστα έρχονται τα βράδια κυρίως στη σκέψη και στο μυαλό μας για να ξορκίσουν τη λήθη.
Να φέρουν μπροστά μας σαν παραμύθι τον Μαρκήσιο Ντε Σαντ μ ένα χίππυ, την παρθένα με τον σατανά, τον Όλιβερ Τουίστ με τον Χίτλερ, τον φονιά με το θύμα αγκαλιά, τον γραμματέα μαζί με τον αλήτη.
Μήπως μέσα από αυτό το τραγούδι του Σαββόπουλου δεν ξετυλίγεται άραγε η θεματολογία κάθε νυχτερινού δελτίου ειδήσεων κι ας γράφτηκε το μακρινό 1972;
Οι απόψεις εκφράζουν τον συντάκτη τους και δεν αντιπροσωπεύουν κατ’ ανάγκην την άποψη του Καναλιού 6