Ανήμερα της Παγκόσμιας Ημέρας της Γυναίκας, οι Ιρλανδοί κλήθηκαν στις κάλπες ενός αμφιλεγόμενου δημοψηφίσματος για τον ρόλο της γυναίκας και τον ορισμό της οικογένειας στον 21ο αιώνα
«Το κράτος αναγνωρίζει ότι, με τη ζωή της μέσα στο σπίτι, η γυναίκα παρέχει στο κράτος υποστήριξη, χωρίς την οποία δεν μπορεί να επιτευχθεί το κοινό καλό».
Πρόκειται για εδάφιο του Άρθρο 41.2 του ισχύοντος συντάγματος της Ιρλανδίας.
Αναχρονιστική, η διάταξη είναι γνωστή ως ρήτρα «γυναίκα στο σπίτι».
Το σεξιστικό πνεύμα της εξηγεί επαρκώς η συνέχεια του συνταγματικού κειμένου.
«Το κράτος θα προσπαθήσει να διασφαλίσει ότι οι μητέρες δεν θα υποχρεωθούν λόγω οικονομικής ανάγκης να ασχοληθούν με την εργασία, παραμελώντας τα καθήκοντά τους στο σπίτι», αναφέρει.
Το εν λόγω άρθρο χρονολογείται από το 1937.
Εξαιτίας του, πολλές γυναίκες «αναγκάστηκαν να περιορίσουν τα όνειρα και τις φιλοδοξίες τους», παρατηρεί η Όρλα Ο’ Κόνορ, διευθύντρια του Εθνικού Συμβουλίου Γυναικών Ιρλανδίας.
«Πολλές εξακολουθούν να ζουν με ανεπαρκή εισοδήματα και συντάξεις».
Η δε «κρατική βοήθεια» που αναφέρεται στην διάταξη αποδείχθηκε «άχρηστη», καθώς «δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην πράξη», τονίζει η Δρ. Λόρα Κέχελεν, αναπληρώτρια καθηγήτρια Νομικής στο Πανεπιστήμιο Λίμερικ της Ιρλανδίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, ανήμερα της φετινής Παγκόσμιας Ημέρας της Γυναίκας, οι Ιρλανδοί κλήθηκαν να αποφασίσουν με δημοψήφισμα για συνταγματικές τροποποιήσεις.
Αφορούν δύο απαρχαιωμένες διατάξεις, αυτή για το ρόλο της γυναίκας και μια δεύτερη για τον ορισμό της οικογένειας και τη διεύρυνσή του, ώστε να περιλαμβάνει «σχέσεις με διάρκεια» εκτός γάμου.
Θεωρητικά, ζητούμενο είναι αμφότερες οι διατάξεις να αλλάξουν και να εκσυγχρονιστούν, προσαρμοσμένες στα δεδομένα του 21ου αιώνα.
Η ασαφής διατύπωση των προτάσεων τροποποίησης ωστόσο προκάλεσε σύγχυση και διχασμό, σε μια χώρα που ούτως ή άλλως ισορροπεί τα τελευταία χρόνια μεταξύ προοδευτισμού και συντηρητισμού.
Δεν αναμόχλευσε μόνο τα πάθη μεταξύ των δύο «στρατοπέδων», πυροδοτώντας διάφορα σενάρια -κάποια στα όρια της συνωμοσιολογίας- αλλά έφερε στο προσκήνιο εύλογα και βασανιστικά ερωτήματα ακόμη και για το μέλλον του ίδιου του κοινωνικού κράτους.
Μέχρι το 1973 στην Ιρλανδία παρέμενε σε ισχύ ένας εξωφρενικά σεξιστικός ωομικός “κόφτης”στην απασχόληση, που υποχρέωνε τις γυναίκες μετά το γάμο σε παραίτηση από το δημόσιο και ορισμένους τομείς του ιδιωτικού τομέα.
Ήταν ωστόσο στην ίδια χώρα -την πρώτη παγκοσμίως- που οι πολίτες ενέκριναν με δημοψήφισμα το 2015 τον γάμο ομοφύλων.
Τρία χρόνια αργότερα, σε ένα άλλο ιστορικό δημοψήφισμα, οι Ιρλανδοί ψήφισαν μαζικά υπέρ της νομιμοποίησης των αμβλώσεων.
Ήταν άλλη μια ένδειξη της σταδιακής απώλειας επιρροής της Καθολικής Εκκλησίας μετά την ανεξαρτητοποίηση από το Ηνωμένο Βασίλειο, το 1922.
Υπό κανονικές συνθήκες, το ίδιο θα σηματοδοτούσε και το δημοψήφισμα της 8ης Μαρτίου.
Όμως η σύγχυση γύρω από το διακύβευμα περίσσεψε.
Στη διάταξη για τον ρόλο των γυναικών, για παράδειγμα, οι προτεινόμενες αλλαγές απαλείφουν πράγματι τις χονδροειδείς, στερεοτυπικές αναφορές βάσει φύλου.
Αναγνωρίζει την αξία της παροχής φροντίδας στο σπίτι «από μέλη μιας οικογένειας» γενικά και όχι συγκεκριμένα από τις γυναίκες.
Από την άλλη, ωστόσο, το κράτος απλά δεσμεύεται να «μοχθήσει για την υποστήριξη αυτής της παροχής».
Παρά την αλλαγή του ρήματος (στην υφιστάμενη διατύπωση «προσπαθεί»), είναι προφανής κατά πολλούς -οργανώσεις, ειδικούς και μέλη της κοινωνίας των πολιτών- η απουσία μιας ρητής κρατικής δέσμευσης για το κράτος πρόνοιας.
Αντίθετα, αναφέρουν, η νέα διατύπωση συνεχίζει να μετακυλίει το μεγαλύτερο βάρος της ευθύνης στους πολίτες.
Και δη όσους φροντίζουν ηλικιωμένους, ασθενείς ή ΑμεΑ.
Αλλά η διατύπωση της προτεινόμενης αλλαγής εξόργισε τους ακτιβιστές με αναπηρία, ως προοπτική συνταγματικής κατοχύρωσης μιας στρέβλωσης ότι η φροντίδα είναι κυρίως ευθύνη των μελών της οικογένειας.
«Έτσι, ενώ ένας ιστορικός αναχρονισμός φαίνεται ότι πρόκειται να διορθωθεί σε αυτό το δημοψήφισμα», υπογραμμίζει η Δρ. Κέχελεν, «η Ιρλανδία καλείται ουσιαστικά να αντικαταστήσει μια μη λειτουργική ρήτρα, με ξεπερασμένη και πατριαρχική διατύπωση, με μια νέα επίσης μη λειτουργική ρήτρα, με ελαφρώς πιο αποδεκτή φρασεολογία»…
Ντόμινο αντιδράσεων
Υπό αυτό το πρίσμα, υπάρχουν έντονες αντιδράσεις, με την κοινωνία των πολιτών να ζητά ρητές δεσμεύσεις από το κράτος.
Ως εκ τούτου, ακτιβιστές με αναπηρία, συγγενείς ΑμεΑ και άλλες οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων φεμινιστριών, τάχθηκαν υπέρ του «όχι» στο δημοψήφισμα για την προτεινόμενη τροποποίηση περί φροντίδας στο σπίτι.
Ακόμη κι εάν αυτό σημαίνει διατήρηση της αναχρονιστικής ρήτρας «γυναίκα στο σπίτι»…
Στην πραγματικότητα, εξάλλου, οι γυναίκες αποτελούν πλέον το 98% των φροντιστών πλήρους απασχόλησης και το 80% των αμειβόμενων φροντιστών στην Ιρλανδία.
Πολλοί, δε, βλέπουν με καχυποψία τη χρονική επιλογή διεξαγωγής του δημοψηφίσματος -ανήμερα της Παγκόσμιας Ημέρας της Γυναίκας- μόλις λίγες εβδομάδες πριν από την εκδίκαση προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά της επίμαχης συνταγματικής ρήτρας.
Στον αντίποδα, η προτεινόμενη «Οικογενειακή Τροποποίηση» ξεσήκωσε τους συντηρητικούς, βαθιά θρησκευόμενους ή ακροδεξιούς κύκλους της ιρλανδικής κοινωνίας.
Αντιτίθενται στη διεύρυνση του όρου «οικογένεια» εκτός του θεσμού του γάμου, συμπεριλαμβάνοντας για παράδειγμα, άγαμα ζευγάρια, μονογονεϊκές οικογένειες ή παππούδες και γιαγιάδες ως κηδεμόνες.
Συνολικά, υπολογίζονται σε περίπου 1 εκατομμύριο άτομα.
Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι είναι μια απαραίτητη αλλαγή στο Σύνταγμα για την στήριξη της οικογενειακής φροντίδας πέραν των παντρεμένων ζευγαριών.
Οι επικριτές του σχεδίου βρίσκουν τον προτεινόμενο όρο «διαρκής σχέση» πολύ ασαφή, με πιθανές νομικές παρενέργειες, όχι μόνο όσον αφορά στο οικογενειακό δίκαιο, αλλά και σε περιπτώσεις κληρονομιάς, φορολογίας ή -όπως υποστηρίζουν ακροδεξιοί κύκλοι- μεταναστών και αιτούντων άσυλο.
«Κανείς δεν ξέρει πώς και πότε μια “διαρκής σχέση” μεταξύ δύο ενηλίκων τελειώνει κατά το νόμο», εκτιμά ο Ιρλανδός γερουσιαστής, δικηγόρος, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης και γενικός εισαγγελέας Μάικλ ΜακΝτάουελ.
Κατά της συνταγματικής τροποποίησης εν γένει τάχθηκε η Καθολική Εκκλησία, υποστηρίζοντας ότι θα ανοίξει το δρόμο των… ερωτικών «τριγώνων» και της πολυγαμίας, αποδυναμώνοντας το ρόλο του γάμου, της οικογένειας και της μητρότητας.
Τούτων λεχθέντων, οι εκστρατείες #VoteYesYes και #VoteNoNo για το δημοψήφισμα κατέκλυσαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πρακτικά επισκιάζοντας την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας στην Ιρλανδία.
Στο φόντο, επισημαίνει δηκτικά στον Guardian η Ιρλανδή δημοσιογράφος και συγγραφέας Ντέρμπελ Μακντόναλντ, υπάρχει μια σημαντική και επίμονη ανισορροπία στην Ιρλανδία μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά την αμειβόμενη εργασία, την απλήρωτη εργασία και τη φροντίδα.
Κατά μέσο όρο, επισημαίνει, οι γυναίκες αφιερώνουν διπλάσιο χρόνο από τους άνδρες στη φροντίδα και περισσότερο από διπλάσιο χρόνο στις δουλειές του σπιτιού, ενώ ένα σημαντικό χάσμα φροντίδας παραμένει ακόμη και μεταξύ ανδρών και γυναικών που κάνουν την ίδια αμειβόμενη εργασία.
Ανεξαρτήτως αποτελέσματος, οι συνταγματικές τροποποιήσεις «δεν θα λύσουν τον βαθιά ριζωμένο μισογυνισμό», τονίζει.
«Τα περισσότερα άλματα προόδου για τις γυναίκες στην Ιρλανδία έγιναν μέσα από κύματα φεμινιστικού ακτιβισμού, στρατηγικές δίκες και, κυρίως, πρωτοποριακή νομοθεσία που εξασφαλίστηκε σε μεγάλο βαθμό μέσω της ένταξής μας στην ΕΕ».
«Η διαγραφή της διάταξης για τις γυναίκες στο σπίτι θα έπρεπε να είναι αυτονόητη».
«Αντί αυτού, οργανώθηκαν δύο δημοψηφίσματα στις 8 του Μάρτη, τα οποία πολλές γυναίκες φοβούνται ότι είναι συμβολικά και θα είναι τόσο χρήσιμα για τα θέματα ισότητας των φύλων, όσο ένα τασάκι σε μοτοσικλέτα».