Την περασμένη εβδομάδα, παράλληλα με τις εξελίξεις στον άξονα του  Ιράν-Ισραήλ, ο διεθνής Τύπος εστίασε στο συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία και τις γεωπολιτικές του προεκτάσεις. Αρθρογράφοι επέκριναν την διστακτική στάση της Δύσης, υποστηρίζοντας ότι ενθαρρύνει τον Πούτιν και οδηγεί σε μια πιθανή ουκρανική ήττα με ολέθριες συνέπειες για τη διεθνή τάξη. Η κλιμάκωση του πολέμου, με ουκρανικές επιθέσεις σε ρωσικό έδαφος, αναλύθηκε ως μια στρατηγική στροφή με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα. 

Στη Μέση Ανατολή, η δολοφονία του αρχηγού της πολιτικής πτέρυγας της Χαμάς, Ισμαήλ Χανίγια πυροδότησε συζητήσεις για πιθανά ιρανικά αντίποινα, με αναλυτές να εκτιμούν ότι η Τεχεράνη θα επιδιώξει ισορροπία μεταξύ εκδίκησης και εσωτερικής σταθερότητας.

Η κρίση στο Μπαγκλαντές και η αυξανόμενη επιρροή της Κίνας στην περιοχή, προβλημάτισαν τον ινδικό τύπο, ενώ η κινεζική διπλωματία παρουσιάστηκε ως παράγοντας σταθερότητας στο διεθνές σύστημα. 

Τέλος, ο ρωσικός και ουκρανικός Τύπος εξακολούθησαν να αναλύουν τη σύγκρουση στην Ουκρανία από ρωσική και ουκρανική σκοπιά αντίστοιχα παρουσιάζοντας αντικρουόμενες απόψεις για την εξέλιξη και την έκβασή της.

Ο Τύπος της Δύσης

——————

Την προηγούμενη εβδομάδα καθώς η παγκόσμια κοινή γνώμη ανέμενε με αγωνία τα αντίποινα του Ιράν κατά του Ισραήλ, ο διεθνής Τύπος ασχολήθηκε με σειρά κρίσεων και ανοιχτών ζητημάτων στην παγκόσμια σκηνή. 

Στο άρθρο γνώμης της στους New York Times στις 13 Αυγούστου με τίτλο «Η Δύση σαφώς δεν θέλει να νικήσει τον Πούτιν», η Anastasia Edel υποστηρίζει ότι η διστακτική προσέγγιση της Δύσης στην παροχή βοήθειας στην Ουκρανία στον πόλεμό της κατά της Ρωσίας έχει ενθαρρύνει τον Βλαντιμίρ Πούτιν και έχει καταστήσει τη νίκη του σχεδόν αναπόφευκτη. Η αρθρογράφος επικρίνει την ανεπαρκή και καθυστερημένη στρατιωτική βοήθεια της Δύσης, την αδυναμία της να πλήξει την οικονομία της Ρωσίας μέσω κυρώσεων και τον φόβο της πρόκλησης πυρηνικής κλιμάκωσης. Υποστηρίζει ότι αυτή η έλλειψη αποφασιστικότητας θα αναγκάσει τελικά την Ουκρανία να αποδεχτεί μια ειρηνευτική συμφωνία με τους όρους του Πούτιν, με αποτέλεσμα σημαντικές εδαφικές απώλειες για την Ουκρανία. Παρόλο που αναγνωρίζει την ανθεκτικότητα της Ουκρανίας, η Edel προειδοποιεί ότι μια τέτοια ήττα θα είχε ολέθριες συνέπειες για τη Δύση, καθώς θα σηματοδοτήσει πως τα σύνορα δεν είναι πλέον απαραβίαστα και θα ενθαρρύνει άλλα αντικαθεστωτικά κράτη. Αυτή η αποτυχία να υποστηριχθεί αποφασιστικά η Ουκρανία, σύμφωνα με την αρθρογράφο, θα μειώσει την παγκόσμια θέση της Αμερικής και θα εγείρει αμφιβολίες για τη δέσμευσή της απέναντι στους συμμάχους της και θα θέσει ενδεχομένως σε κίνδυνο μελλοντικές γεωπολιτικές συμμαχίες.

«Η Αμερική ετοιμάζεται για νέο πυρηνικό ανταγωνισμό», είναι ο τίτλος της ανάλυσης που δημοσιεύθηκε στο The Economist στις 12 Αυγούστου. Η ανάλυση υπογραμμίζει την αυξανόμενη ανησυχία της Αμερικής για μια πιθανή πυρηνική κρίση σε πολλά μέτωπα. Με τη Ρωσία, την Κίνα και τη Βόρεια Κορέα να επεκτείνουν ραγδαία τις πυρηνικές τους δυνατότητες, η κυβέρνηση Μπάιντεν προετοιμάζεται για το ενδεχόμενο επέκτασης των δικών της πυρηνικών δυνάμεων, μια κίνηση που ήταν αδιανόητη πριν από λίγα μόλις χρόνια. Αυτή η στροφή, η οποία προκλήθηκε από τις απειλές της Ρωσίας για χρήση πυρηνικών όπλων στην Ουκρανία, το ταχέως αναπτυσσόμενο οπλοστάσιο της Κίνας και τις εντεινόμενες πυραυλικές δοκιμές της Βόρειας Κορέας, σηματοδοτεί το τέλος μιας εικοσιπενταετίας προσπαθειών πυρηνικού αφοπλισμού. Καθώς οι τρέχουσες συνθήκες ελέγχου των εξοπλισμών λήγουν και ο διάλογος με τις αντίπαλες χώρες βαλτώνει, οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν πιέσεις από συμμάχους που απαιτούν ισχυρότερη πυρηνική αποτροπή. Ενώ η κυβέρνηση Μπάιντεν υποστηρίζει ότι το τρέχον οπλοστάσιο είναι επαρκές, ανώτεροι αξιωματούχοι του Πενταγώνου, αναγνωρίζουν την αυγή μιας «νέας πυρηνικής εποχής». Οι πολυπλοκότητες αυτής της νέας εποχής, με πολλαπλούς παράγοντες που καθοδηγούνται από τους δικούς τους στρατηγικούς υπολογισμούς, καθιστούν την κατάσταση ακόμη πιο ασταθή σε σύγκριση με την εποχή της αντιπαλότητα ΗΠΑ-Σοβιετικής Ένωσης κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. 

Στο άρθρο «Το καθεστώς του Ιράν ‘δεν θα αυτοκτονήσει’ για να εκδικηθεί τον θάνατο του αρχηγού της Χαμάς Χανίγια», που ήταν δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα του δικτύου FRANCE 24 στις 14 Αυγούστου, ο Sophian Aubin αναλύει τις επιπτώσεις της δολοφονίας του ηγέτη της Χαμάς Ισμαήλ Χανίγια στην Τεχεράνη, την οποία το Ιράν αποδίδει στο Ισραήλ. Σύμφωνα με τον Aubin, το Ιράν πιθανόν να επιλέξει μεταξύ δύο στρατηγικών: έμμεσες ενέργειες, όπως η στοχοθέτηση Ισραηλινών αθλητών, ή άμεσες επιθέσεις στο ισραηλινό έδαφος. Ωστόσο, οποιαδήποτε στρατιωτική απάντηση πιθανότατα θα αποφεύγει σενάρια υψηλού κινδύνου που θα μπορούσαν με τη σειρά τους να προκαλέσουν σοβαρά αντίποινα. Το καθεστώς του Ιράν λαμβάνει επίσης υπόψιν τις εσωτερικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει, συμπεριλαμβανομένης της δημόσιας δυσαρέσκειας η οποία προέρχεται από τις οικονομικές κρίσεις που επιδεινώνονται από τις ισχύουσες κυρώσεις. Η προσέγγιση του νέου Προέδρου Μασούντ Πεζεσκιάν αντιτίθεται στην εξακολούθηση μιας πιο επιθετικής ρητορικής και εστιάζει αντ’ αυτού στο διάλογο με τη Δύση. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τον Aubin, το Ιράν αποσκοπεί στο να ισορροπήσει την επιθυμία του για εκδίκηση με την ανάγκη να διατηρήσει την εσωτερική σταθερότητα και να αποτρέψει την κοινωνική αναταραχή.

Στο δημοσίευμα με τίτλο «Πόσο μακριά θα φτάσει η Ουκρανία στην περιοχή Κουρσκ της Ρωσίας;», που δημοσιεύτηκε στη Deutsche Welle (DW) στις 13 Αυγούστου, ο Roman Goncharenko αναλύει τις επιπτώσεις της πρόσφατης ουκρανικής εισβολής στην περιοχή Κουρσκ της Ρωσίας. Αυτή είναι η πρώτη φορά από την έναρξη του πολέμου που η Ουκρανία εξαπολύει μεγάλη επίθεση σε ρωσικό έδαφος, υποδεικνύοντας μια πιθανή αλλαγή στρατηγικής. Ειδικοί όπως η Jen Spindel από το Πανεπιστήμιο του New Hampshire πιστεύουν ότι αυτό σηματοδοτεί τη στροφή της Ουκρανίας προς τον ασύμμετρο πόλεμο. Ενώ το Κίεβο αποφεύγει να αποκαλύψει το ποιοι είναι οι στόχοι του, ο Ουκρανός στρατηγός Oleksandr Syrskyi ισχυρίζεται ότι ελέγχει 1.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα ρωσικού εδάφους. Οι απόψεις διίστανται για τον αντίκτυπο της επίθεσης. Ορισμένοι ειδικοί, όπως ο Συνταγματάρχης Markus Reisner, τη θεωρούν στρατηγική νίκη για την Ουκρανία, καθώς αυτή φαίνεται να εκτρέπει την προσοχή της Ρωσίας και πιθανώς να μειώνει την πίεση στην περιοχή του Ντονμπάς. Άλλοι, όπως ο Gustav Gressel, παραμένουν επιφυλακτικοί, θεωρώντας την ως μια ασήμαντη εξέλιξη στο γενικότερο πλαίσιο του πολέμου. Οι ΗΠΑ, αν και επιφυλακτικές, έχουν σταδιακά χαλαρώσει τους περιορισμούς στη χρήση δυτικών όπλων για πλήγματα σε ρωσικό έδαφος. Η επιτυχία της επίθεσης εξαρτάται από την ικανότητα της Ουκρανίας να διατηρήσει μια ισορροπία, μεταξύ της επίδειξης δύναμης από τη μια και της αποφυγής πρόκλησης μιας ευρύτερης κλιμάκωσης από την άλλη. Οι ειδικοί προβλέπουν και άλλες τέτοιες εισβολές οι οποίες όμως θα είναι περιορισμένης εμβέλειας και προσεκτικά σχεδιασμένες έτσι ώστε να αποφευχθεί η υπερέκταση των ουκρανικών δυνάμεων.

Ο Τύπος της Μέσης Ανατολής

——————

Ο Asher Fredman, στο άρθρο γνώμης με τίτλο «Η σοβαρή απειλή κατά της σταθερότητας του Ιράν είναι μόνο τρόπος για να αποφευχθεί η επίθεση», που δημοσιεύθηκε στην Jerusalem Post στις 11 Αυγούστου, υποστηρίζει ότι η τρέχουσα στρατηγική των ΗΠΑ που στοχεύει στο να αποτρέψει το Ιράν από το να ξεκινήσει μια μεγάλης κλίμακας επίθεση στο Ισραήλ είναι λανθασμένη. Υποστηρίζει ότι η αμυντική στάση της Αμερικής και η εστίαση στην αποκλιμάκωση δεν θα αποτρέψει τις περιφερειακές συγκρούσεις. Αντ’ αυτού, πιστεύει ότι μια αξιόπιστη απειλή για τα στρατηγικά περιουσιακά στοιχεία του Ιράν – όπως στρατιωτικές, πυρηνικές και οικονομικές τοποθεσίες – θα ήταν πιο αποτελεσματική στην αποτροπή της επιθετικότητάς του. Ο Fredman υπογραμμίζει πως τρωτά σημεία του Ιράν, συμπεριλαμβανομένης της αδύναμης αεράμυνας και των περιορισμένων δυνατοτήτων επίθεσης μεγάλης εμβέλειας, το αναγκάζουν να εξαρτάται από τον πόλεμο δι’ αντιπροσώπων στην προσπάθεια του να αντιμετωπίσει το Ισραήλ και να παράλληλα να αποφύγει την πρόκληση άμεσων αντιποίνων. Σύμφωνα με τον αρθρογράφος, σε περίπτωση που το Ιράν αντιληφθεί μια σοβαρή απειλή για τη σταθερότητά του, πιθανότατα θα περιορίσει τις επιθετικές του ενέργειες. Ο Fredman προειδοποιεί ότι το Ιράν είναι κοντά στην επίτευξη της ικανότητας ανάπτυξης πυρηνικών όπλων, καθιστώντας την υιοθέτηση μιας πιο επιθετικής στάσης, ζωτικής σημασίας για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους. 

Στο άρθρο με τίτλο «Ένα ενιαίο μέτωπο για τη δίψα για αίμα», ο Sidhadi Sidafaghi, ειδικός σε περιφερειακά ζητήματα, γράφει στην Hamshahri (ημερομηνία πρόσβασης στο διαδίκτυο 14η Αυγούστου) ότι η Χεζμπολάχ του Λιβάνου, η Ανσαρουλλάχη της Υεμένης και η Χασμπ αλ-Σααμπί θα ενωθούν για να δώσουν ένα αποφασιστικό χτύπημα κατά του Ισραήλ. Ο Sidafaghi προβλέπει ότι η δολοφονία του Ισμαήλ Χανίγια θα οδηγήσει σε σημαντικές επιπτώσεις για το Ισραήλ, και θα αλλάξει την περιφερειακή δυναμική η οποία θα ευνοεί πλέον το Ιράν και τους συμμάχους του. Όπως τονίζει το άρθρο, η συμβολή των συμμαχικών ομάδων είναι σημαντική αλλά η στρατιωτική τους δύναμη δεν είναι στο ίδιο επίπεδο με αυτή του Ιράν. Για αυτό τον λόγο, υποστηρίζει ότι μια συντονισμένη απάντηση από τις ομάδες αντίστασης είναι μεν απαραίτητη αλλά το Ιράν θα πρέπει να είναι αυτό που θα πραγματοποιήσει το κύριο χτύπημα βασιζόμενο στις προηγμένες στρατιωτικές του δυνατότητες. Την ίδια στιγμή όμως, ο Sidafaghi εγείρει ανησυχίες για πιθανή διεθνή αντίδραση εάν σημειωθεί μια ολομέτωπη επίθεση κατά του Ισραήλ, φοβούμενος ότι σε μια τέτοια σύγκρουση οι δυτικές δυνάμεις πιθανόν να υποστηρίξουν το Ισραήλ. Υπενθυμίζει ωστόσο ότι  η επιθετικότητα του Ισραήλ, και ιδιαίτερα η δολοφονία σε ιρανικό έδαφος, δικαιολογεί μια ισχυρή απάντηση εκ μέρους του Ιράν και των συμμάχων του. Οποιαδήποτε επιείκεια απέναντι στις ενέργειες του Ισραήλ αποτελεί απειλή για την ασφάλεια του Ιράν, ενδεχομένως ενθαρρύνει ενθαρρύνοντας περαιτέρω την ισραηλινή επιθετικότητα κατά των ιρανικών συμφερόντων.

Ο Τύπος της Ασίας

—————–

Στην ανάλυση με τίτλο «Πώς πρέπει να ανταποκριθεί η Ινδία στην κρίση στο Μπαγκλαντές» που δημοσιεύθηκε στις 13 Αυγούστου στην Hindustan Times, ο Yusuf T Unjhawala συζητά τις γεωπολιτικές επιπτώσεις της πρόσφατης αναταραχής στο Μπαγκλαντές. Η ξαφνική πτώση της κυβέρνησης της Sheikh Hasina εν μέσω εκτεταμένων διαμαρτυριών θέτει την Ινδία αντιμέτωπη με μια διπλωματική πρόκληση, που απαιτεί την επίτευξη μιας προσεκτικής ισορροπίας ανάμεσα στις ισχύουσες ιστορικές συμμαχίες στην περιοχή και στην επιθυμία της Ινδίας να πραγματώσει τον ρόλο της ως μια εξελισσόμενη πολιτική δύναμη. Οι διαμαρτυρίες, που αρχικά καθοδηγήθηκαν από τα αιτήματα των φοιτητών για ένα αμφιλεγόμενο σύστημα ποσοστώσεων, κλιμακώθηκαν σε ένα ευρύτερο αντικυβερνητικό κίνημα, αποκαλύπτοντας τρωτά σημεία στη 15ετή κυριαρχία της Χασίνα. Η βίαιη καταστολή της κυβέρνησής οδήγησε σε σημαντικές αναταραχές και θρησκευτική βία, εγείροντας ανησυχίες στην Ινδία για πιθανή εισροή προσφύγων. Η Ινδία, η οποία παραδοσιακά ευθυγραμμιζόταν με τη Hasina, αντιμετωπίζει τώρα την πραγματικότητα της εμπλοκής σε μια νέα κρίση. Στην πρώην Πρωθυπουργό χορηγήθηκε προσωρινό άσυλο στην Ινδία, γεγονός που περιπλέκει τις διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών. Ο Unjhawala υπογραμμίζει την αυξανόμενη επιρροή της Κίνας στο Μπαγκλαντές, η οποία θέτει πρόσθετες προκλήσεις για την Ινδία, δεδομένων των στρατιωτικών και οικονομικών δεσμών της Κίνας με τη Ντάκα. Για να διασφαλίσει τα στρατηγικά της συμφέροντα, η Ινδία πρέπει να συνεργαστεί με την υπηρεσιακή κυβέρνηση και τους αναδυόμενους ηγέτες στο Μπαγκλαντές, αντιμετωπίζοντας παράλληλα τις ανθρωπιστικές ανησυχίες. Η πολιτική αναταραχή αντιπροσωπεύει μια κρίσιμη καμπή για την περιφερειακή διεθνή σκηνή, υπογραμμίζοντας την ανάγκη της Ινδία να υιοθετήσει μια προληπτική και ευέλικτη διπλωματική προσέγγιση τους επόμενους μήνες.

Το κύριο άρθρο με τίτλο «Η διπλωματία τύπου shuttle της Κίνας εμπνέει μια παγκόσμια δυναμική για διαρκή ειρήνη», που δημοσιεύθηκε από την People’s Daily στις 12 Αυγούστου, εστιάζει στη διαμεσολάβηση Κίνας στην κρίση της Ουκρανίας μέσω πρόσφατων διπλωματικών προσπαθειών. Ο ανώτερος Κινέζος διπλωμάτης Li Hui ξεκίνησε μια αποστολή στη Βραζιλία, τη Νότια Αφρική και την Ινδονησία, συνεργαζόμενος με έθνη του Παγκόσμιου Νότου για την προώθηση ειρηνευτικών πρωτοβουλιών και διαλόγου μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Οι χώρες αυτές αναγνώρισαν τον εποικοδομητικό ρόλο της Κίνας και εξέφρασαν τη δέσμευσή τους να συνεργαστούν για την επίλυση των συγκρούσεων. Το άρθρο υπογραμμίζει την ευρύτερη προσέγγιση της Κίνας στις διεθνείς συγκρούσεις, αναφέροντας τη συμμετοχή της στον ισραηλινό-παλαιστινιακό διάλογο συμφιλίωσης και την ιστορική συμφωνία Σαουδικής Αραβίας-Ιράν που διευκολύνθηκε στο Πεκίνο. Η επιμονή στο διπλωματικό διάλογο απεικονίζει τη δέσμευση της Κίνας για την προώθηση της σταθερότητας σε ένα ταραχώδες παγκόσμιο τοπίο. Παρά τις συνεχιζόμενες κρίσεις, όπως η σύγκρουση στην Ουκρανία και οι εντάσεις στη Μέση Ανατολή, η Κίνα παραμένει επικεντρωμένη στην προώθηση της επικοινωνίας και της συνεργασίας μεταξύ των εθνών. Το άρθρο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ενώ ο δρόμος προς την ειρήνη είναι γεμάτος προκλήσεις, η Κίνα είναι αφοσιωμένη στις προσπάθειες που επιδιώκουν την αποκλιμάκωση των εντάσεων και την ενίσχυση της παγκόσμιας σταθερότητας.

Ο Τύπος της Ρωσίας και Ουκρανίας

———————

Στο άρθρο του «Το σχέδιο του Ζελένσκι απέτυχε», που δημοσιεύθηκε στο RIA Novosti στις 13 Αυγούστου, ο Γεβγκένι Μπαλάκιν υποστηρίζει ότι η ουκρανική αντεπίθεση στην περιοχή του Κουρσκ έχει αναχαιτιστεί από τις ρωσικές δυνάμεις. Συγκεκριμένα ο αρθρογράφος καταλήγει σε τέσσερα βασικά συμπεράσματα: πρώτον, η ουκρανική προέλαση έχει σταματήσει, με βαριές απώλειες και χωρίς σημαντικά εδαφικά κέρδη. Δεύτερον, η εισβολή, που αρχικά θεωρήθηκε ως περιορισμένη επιχείρηση, αποδείχθηκε ότι ήταν μια σχεδιασμένη αντεπίθεση που αποσκοπούσε στην άμβλυνση της πίεσης στις ουκρανικές δυνάμεις στο Ντονέτσκ. Τρίτον, η παρορμητική φύση της επίθεσης δείχνει ότι μέσω της ουκρανικής εισβολής ο Ζελένσκι επιθυμεί να κλιμακώσει τη σύγκρουση και να σύρει το ΝΑΤΟ σε άμεση αντιπαράθεση με τη Ρωσία. Ο Μπαλάκιν επικαλείται τη χρήση δυτικού στρατιωτικού εξοπλισμού στην εισβολή ως απόδειξη των πραγματικών προθέσεων πίσω από τη στρατηγική του Ζελένσκι. Τέλος, τέταρτον, ενώ αναγνωρίζει την ανάγκη για μια μετρημένη απάντηση στις ουκρανικές προκλήσεις, ο Μπαλάκιν αναφέρει ότι η συνεχιζόμενη προέλαση της Ρωσίας στην περιοχή του Ντονμπάς, σε συνδυασμό με τη δημιουργία ζώνης ασφαλείας στο Σούμι, θα αποτελέσει μια ταιριαστή απάντηση στην αποτυχημένη επίθεση. 

«Ουκρανικές δυνάμεις φέρονται να ελέγχουν πάνω από 1.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα στην περιφέρεια Κουρσκ» ήταν ο τίτλος του δημοσιεύματος της Kyiv Post στις 13 Αυγούστου 2024 το οποίο αναλύει την κλιμάκωση της σύγκρουσης στην περιφέρεια Κουρσκ της Ρωσίας. Επικαλούμενο πηγές από το ρωσικό Υπουργείο Άμυνας, φιλοστρατιωτικά κανάλια στο Telegram και δορυφορικά δεδομένα της NASA, το δημοσίευμα υποστηρίζει ότι οι εχθροπραξίες έχουν επεκταθεί σε 1.050 τετραγωνικά χιλιόμετρα ρωσικού εδάφους. Βίντεο που κυκλοφορούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φέρεται να δείχνουν ουκρανικά τεθωρακισμένα οχήματα να κινούνται μέσα στην πόλη Σούντζα, υποδηλώνοντας πιθανή κατάληψή της. Ωστόσο, η αυθεντικότητα αυτών των βίντεο παραμένει ανεπιβεβαίωτη, και φιλορωσικές πηγές διαψεύδουν τους ισχυρισμούς, αποδίδοντας τα πλάνα σε ομάδες δολιοφθοράς. Η κατάσταση έχει προκαλέσει εκκενώσεις σε δύο περιοχές εντός των περιφερειών Κουρσκ και Μπέλγκοροντ, υποδεικνύοντας ταχεία επέκταση της σύγκρουσης κατά μήκος των συνόρων Ουκρανίας-Ρωσίας. Ενώ ο ακριβής αριθμός των οικισμών υπό ουκρανικό έλεγχο παραμένει αμφισβητούμενος, η κλιμάκωση των εντάσεων υπογραμμίζει την ευμετάβλητη φύση της συνεχιζόμενης σύγκρουσης. 

 

πηγή ΚΥΠΕ