Ανακοινώνονται εντός της εβδομάδας νέα μέτρα για μείωση της διασποράς του κορωνοϊού, καθώς η ανοδική πορεία των περιστατικών και οι αυξανόμενες νοσηλείες στα νοσοκομεία δεν αφήνουν άλλο περιθώριο.

Ο Υπουργός Υγείας συναντάται τη Δευτέρα το πρωί με την επιδημιολογική ομάδα για αξιολόγηση της κατάστασης και στη συνέχεια θα μεταφέρει απόψεις στο Υπουργικό Συμβούλιο που θα λάβει και τις τελικές αποφάσεις. Το Υπουργικό συνέρχεται τελικά Τετάρτη αντί Δευτέρα.

Από πλευράς επιδημιολογικής ομάδας υπάρχει η παραδοχή ότι επιβάλλονται αυστηρότερα μέτρα καθώς τα μέτρα των τελευταίων εβδομάδων δεν φαίνεται να έχουν αποδώσει το μέγιστο.

Ο Δρ Κωνσταντίνος Τσιούτης, μέλος της Επιστημονικής Ομάδας, Επίκουρος Καθηγητής Παθολογίας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο και Παθολόγος με εξειδίκευση στον Έλεγχο Λοιμώξεων δήλωσε στο KYΠΕ ότι αυτό που παρατηρείται ειδικά στις επαρχίες Λεμεσού και Πάφου είναι ευρεία μετάδοση στην κοινότητα, που διαφέρει σημαντικά από τις προηγούμενες εξάρσεις που αποτελούνταν κυρίως από συρροές/μικροεπιδημίες και ήταν ευκολότερο να ελεγχθούν με στοχευμένα μέτρα, έγκαιρο εντοπισμό και περιορισμό των εμπλεκομένων.

Εξήγησε πως αυτό σημαίνει ότι για να ελεγχθεί η συγκεκριμένη έξαρση, χρειάζεται σημαντικός περιορισμός των επαφών (με ατομικά, κοινωνικά, ή περιοριστικά μέτρα) αλλά και χρόνος για να παρατηρηθεί σημαντική αλλαγή.

«Έως ότου καταγραφεί μία ενδεχόμενη βελτίωση, θα παρατηρηθεί αύξηση των νοσηλευόμενων, καθώς λόγω της ιδιαίτερης κλινικής πορείας της λοίμωξης από τον SARS-CoV-2, υπάρχει πάντα μία χρονική καθυστέρηση αρκετών εβδομάδων μεταξύ του εντοπισμού νέων περιστατικών και των ατόμων που θα χρειαστούν νοσηλεία», ανέφερε.

Σύμφωνα με τον Δρ. Τσιούτη, η σταθερά επιδεινωμένη επιδημιολογική κατάσταση και η αναμενόμενη επιβάρυνση των δεικτών νοσηλείας, δηλαδή νοσηλευόμενοι, νοσηλείες ΜΕΘ, και ενδεχομένως θάνατοι σχεδόν 2 εβδομάδες μετά την ανακοίνωση των πρόσφατων αυστηρών μέτρων, καταδεικνύουν την ανάγκη σχεδιασμού αυστηρότερων μέτρων, είτε σε επίπεδο χώρας, είτε στις περιοχές όπου εντοπίζεται ο μεγαλύτερος όγκος του προβλήματος, με στόχο την αναχαίτιση της μετάδοσης, καθώς τα δεδομένα αυτά υπονοούν ότι ο περιορισμός των στενών επαφών και τα ατομικά μέτρα προστασίας δεν τηρήθηκαν επαρκώς.

«Σ’ αυτή την κατεύθυνση και αναλόγως της ποιοτικής ανάλυσης των επιδημιολογικών δεδομένων, υπάρχει περίπτωση τις επόμενες μέρες να προταθούν αυστηρότερα μέτρα για τον έλεγχο της μετάδοσης» , ανέφερε.

Σε παρατήρηση ότι το γενικευμένο lockdown δεν φαίνεται να αποτελεί επιλογή για την Κύπρο, ο Καθηγητής απάντησε ότι αυτό θα είχε θέση μόνο στην περίπτωση ανεξέλεγκτης διασποράς με επιδείνωση των δεικτών υγείας, πχ. εισαγωγές στα νοσοκομεία, νοσηλείες σε ΜΕΘ, θάνατοι ή αυξημένης μετάδοσης σε ευπαθή άτομα (πχ.ηλικιωμένοι, άτομα με χρόνια νοσήματα).

Εξήγησε ότι στην πλειοψηφία τους αυτή την περίοδο, οι περιορισμοί τύπου εγκλεισμού (lockdown) σε όλες τις χώρες δεν έχουν τον οριζόντιο χαρακτήρα που είχαν το Μάρτιο, καθώς ο συνδυασμός εμπειρίας, γνώσης και ετοιμότητας, επιτρέπει την εφαρμογή στοχευμένων μέτρων, είτε πρόκειται για ενίσχυση των μέτρων αποστασιοποίησης, είτε για περιοριστικά μέτρα τύπου lockdown.

«Στοχευμένα μέτρα είναι βασισμένα σε τοπικές επιδημιολογικές παρατηρήσεις και δεδομένα, δίνοντας τη δυνατότητα για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα με το μικρότερο δυνατόν κόστος. Το γενικευμένο lockdown στην Κύπρο θα είχε θέση μόνο στην περίπτωση ανεξέλεγκτης διασποράς με επιδείνωση των δεικτών υγείας (πχ.εισαγωγές στα νοσοκομεία, νοσηλείες σε ΜΕΘ, θάνατοι) ή αυξημένης μετάδοσης σε ευπαθή άτομα (πχ. ηλικιωμένοι, άτομα με χρόνια νοσήματα). Έως και σήμερα, παρά την επιδείνωση που παρατηρείται, φαινόμενα όπως τα πιο πάνω που θα σήμαιναν την ανάγκη για περιοριστικά μέτρα δεν έχουν παρατηρηθεί σε ανησυχητική έκταση. Ωστόσο η σταθερή επιδείνωση των δεικτών και η αύξηση του αριθμού των νοσηλειών είναι έμμεσες ενδείξεις της μη-εφαρμογής των μέτρων αποστασιοποίησης που ισχύουν τώρα και αποτελούν λόγο για ενίσχυση των περιορισμών», ανέφερε στο ΚΥΠΕ.

Σε ερώτηση για τα γρήγορα τεστ, εξήγησε ότι αυτά είναι γρήγορα τεστ αντιγόνου, σε αντιπαραβολή με τα γρήγορα τεστ αντισωμάτων, τα οποία δεν θεωρούνται κατάλληλα εργαλεία για τον έλεγχο της επιδημίας.

Είπε ότι τα γρήγορα αντιγονικά τεστ έχουν πολλαπλά πλεονεκτήματα: δίνουν αποτέλεσμα μέσα σε 15-30 λεπτά, είναι φθηνά, εύκολα στη χρήση (αν και διενεργούνται από εκπαιδευμένο άτομο σε ειδική πλατφόρμα, δεν είναι τόσο εξειδικευμένα όσο η μοριακή εξέταση RT-PCR), και έχουν επίπεδο ακρίβειας συγκρίσιμο με τη μοριακή εξέταση, με μία ευαισθησία >94% (δηλ.εντοπίζουν τους περισσότερους θετικούς) και ειδικότητα >99.5% (δηλ.το θετικό αποτέλεσμα σημαίνει SARS-CoV-2 και όχι κάποιο άλλο παθογόνο). Ανιχνεύουν συγκεκριμένες πρωτεΐνες του ιού (αντιγόνα) οι οποίες εντοπίζονται στο αναπνευστικό σύστημα του ατόμου όταν το άτομο αυτό έχει αρκετό ιό, που υποδεικνύει αναπαραγωγή του ιού και άρα μεταδοτικότητα.

«Λόγω αυτών των χαρακτηριστικών, βοηθούν στο γρήγορο και έγκαιρο εντοπισμό ατόμων που μεταδίδουν τον ιό και έτσι θα είναι χρήσιμα για έγκαιρο εντοπισμό του ιού σε συγκεκριμένους πληθυσμούς και υπό συγκεκριμένες ενδείξεις, όπως για παράδειγμα σε άτομα με συμπτώματα (μπορούν να έχουν αποτέλεσμα μέσα σε μερικά λεπτά και έτσι ο θετικός διαγιγνώσκεται νωρίς, απομονώνεται και γίνεται ιχνηλάτηση επαφών), σε άτομα που κατοικούν σε περιοχές με αυξημένη συχνότητα μετάδοσης και σε άτομα με υψηλό κίνδυνο έκθεσης στον ιό (πχ.επαγγελματίες πρώτης γραμμής, εξυπηρέτηση κοινού, κτλ)», ανέφερε.

Τόνισε ότι το τεστ αντιγόνου δεν υποκαθιστά τη μοριακή εξέταση και γι’ αυτό χρειάζεται προσεκτικός σχεδιασμός στην εφαρμογή του και χρήση του σε συγκεκριμένες ομάδες, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να χρειάζεται και επιβεβαίωση με PCR.

«Η πρόσφατη έξαρση στην Κύπρο έχει οδηγήσει σε σημαντική επιβάρυνση των διαδικασιών έγκαιρου εντοπισμού, ιχνηλάτησης και έγκαιρης εργαστηριακής εξέτασης. Τα εγκεκριμένα τεστ αντιγόνου θα ενισχύσουν τις διαδικασίες αυτές και θα βοηθήσουν στον περιορισμό της διασποράς, συμβάλλοντας σε ταχύ εντοπισμό και απομόνωση νέων περιστατικών, ειδικά σε ομάδες και περιοχές με αυξημένη μετάδοση του ιού», εξήγησε.

Σε άλλη ερώτηση σε σχέση με τη χρήση μάσκας σε κλειστούς και ανοικτούς χώρους ο Δρ. Τσιούτης είπε ότι είναι γνωστό από την επιστημονική βιβλιογραφία ότι η μάσκα μειώνει την πιθανότητα μετάδοσης από άτομο σε άτομο, ειδικά σε κλειστούς χώρους και χώρους συνωστισμού και υπό την προϋπόθεση ότι εφαρμόζεται σωστά και από όλους.

«Όμως είναι δύσκολο να ποσοστικοποιηθεί η αποτελεσματικότητά της σαν μοναδικό μέτρο στον έλεγχο της πρόσφατης έξαρσης, καθώς εφαρμόσθηκε μαζί με άλλα μέτρα. Η υποχρεωτική και ευρεία χρήση μάσκας είναι ένα οριζόντιο μέτρο, της οποίας η αποτελεσματικότητα ποικίλει αναλόγως του χώρου και της περιοχής», ανέφερε.

Σύμφωνα με τον Δρ. Τσιούτη, αξιολογείται η αποτελεσματικότητα του συνδυασμού της δέσμης των μέτρων αυτών, προσθέτοντας ότι έως και σήμερα, οι επιδημιολογικοί δείκτες της Κύπρου παρουσιάζουν επιδείνωση αλλά θα χρειαστεί λεπτομερής ανάλυση της κατάστασης των τελευταίων εβδομάδων ώστε να καταδειχθούν περιοχές και σημεία που πιθανά συμβάλλουν στην επιδείνωση αυτή, είτε μέσω πολλαπλών εστιών μετάδοσης, είτε μέσω ευρείας διασποράς στην κοινότητα, ώστε να αξιολογηθεί η πιθανή εφαρμογή επιπλέον, στοχευμένων παρεμβάσεων.

Ο Δρ. Τσιούτης διαφώνησε με την επισήμανση ότι από τον Μάρτη ως τώρα η χαλάρωση των μέτρων ήταν απότομη λέγοντας ότι όχι μόνο δεν ήταν απότομη, αλλά ήταν και ελεγχόμενη και βασίσθηκε σε ένα αναλυτικό σχέδιο αποκλιμάκωσης το οποίο επέτρεπε την μετάβαση από τη μία φάση της αποκλιμάκωσης στην επόμενη, βάσει αντικειμενικών επιδημιολογικών δεικτών.

«Απόδειξη αυτής της προσεκτικής μετάβασης ήταν και το γεγονός ότι η επιδημιολογική εικόνα της Κύπρου παρέμεινε ανάμεσα στις καλύτερες της Ευρώπης σε όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, ενώ η έξαρση που παρατηρήθηκε τον Ιούλιο ελέγχθηκε σύντομα ακριβώς επειδή υπήρχαν κατάλληλες διαδικασίες που λειτούργησαν σαν δικλείδες ασφαλείας. Κάποιες φάσεις και χαλαρώσεις εφαρμόσθηκαν νωρίτερα σε σχέση με το αρχικό σχέδιο αποκλιμάκωσης, ακριβώς λόγω της καλής επιδημιολογικής εικόνας, ωστόσο αυτό είναι περισσότερο ενδεικτικό της αποτελεσματικότητας της στρατηγικής αυτής και όχι του αντιθέτου», ανέφερε.

Σε ότι αφορά τις επιλογές αποσυμφόρησης και μείωσης συγχρωτισμού σε χώρους εργασίας που φαίνεται να προκρίνουν ολοένα και περισσότερες χώρες ο Δρ. Τσιούτης είπε πως τις τελευταίες εβδομάδες προτάθηκαν μέτρα μείωσης του συγχρωτισμού και ενίσχυσης της αποστασιοποίησης στους χώρους εργασίας, καθώς παρατηρήθηκαν πολλαπλές περιπτώσεις μετάδοσης στον χώρο εργασίας, πολλές από τις οποίες πιθανά θα προλαμβάνονταν αν υπήρχαν αυτά τα μέτρα σε ισχύ.

“Αυτή η παρατήρηση, το γεγονός ότι παρόμοια μέτρα εφαρμόσθηκαν σε μεγάλο βαθμό την περίοδο του εγκλεισμού του Μαρτίου-Απριλίου και η άγνωστη διάρκεια της πανδημίας (που πιθανό να διαρκέσει και το 2021) δείχνουν ότι τέτοια μέτρα μπορούν και χρειάζεται να εφαρμοσθούν στους χώρους εργασίας”, εξήγησε.

ΚΥΠΕ