Οι εμπόλεμες πλευρές του Σουδάν αναμένονταν σήμερα να συναντηθούν στην Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας για συνομιλίες, όπως ανακοίνωσαν το Ριάντ και η Ουάσινγκτον, ενώ διεθνείς μεσολαβητές ασκούσαν πιέσεις για να δοθεί τέλος σε μια σύγκρουση που έχει στοιχίσει τη ζωή σε εκατοντάδες ανθρώπους και έχει αναγκάσει δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες να διαφύγουν στο εξωτερικό.
Η Σαουδική Αραβία και οι ΗΠΑ χαιρέτισαν την έναρξη των «συζητήσεων προδιαπραγμάτευσης» μεταξύ του σουδανικού στρατού και της παραστρατιωτικής οργάνωσης Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης (ΔΤΥ/RSF), και κάλεσαν τις δύο πλευρές να συμμετάσχουν με ενεργό τρόπο και να καταλήξουν σε κατάπαυση πυρός, σύμφωνα με κοινή ανακοίνωση.
Οι Δυνάμεις Ελευθερίας και Αλλαγής του Σουδάν (FFC), ενός πολιτικού σχηματισμού που έχει βασικό ρόλο στο διεθνώς υποστηριζόμενο σχέδιο για τη μετάβαση σε μια πολιτική διακυβέρνηση, επίσης χαιρέτισε τις συνομιλίες στη Τζέντα.
Οι ένοπλες δυνάμεις του Σουδάν ανακοίνωσαν ότι έστειλαν εκπροσώπους στην Τζέντα χθες βράδυ. Οι ΔΤΥ δεν επιβεβαίωσαν άμεσα ότι θα συμμετάσχουν στη διαδικασία, αλλά και οι δύο πλευρές έχουν δηλώσει ότι θα συζητήσουν μόνο μια ανακωχή για ανθρωπιστικούς λόγους και όχι το τέλος του πολέμου.
Στο μεταξύ, ο σουδανικός στρατός, που είναι σε πόλεμο με τις παραστρατιωτικές δυνάμεις για τον έλεγχο της εξουσίας, ανακοίνωσε χθες το βράδυ ότι έστειλε διαπραγματευτές στη Σαουδική Αραβία ενόψει μιας εκεχειρίας, έπειτα από τρεις εβδομάδες μαχών που έχουν προκαλέσει τον θάνατο εκατοντάδων ανθρώπων και απειλούν να βυθίσουν στην πείνα δύο εκατομμύρια ανθρώπους ακόμη.
Ο Υπουργός Εξωτερικών της Σαουδικής Αραβίας, πρίγκιπας Φαϊσάλ μπιν Φαρχάν, και ο ομόλογός του των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, συζήτησαν τις εξελίξεις μιας κοινής πρωτοβουλίας να φιλοξενηθούν οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές στη Τζέντα. Η κοινή πρωτοβουλία στοχεύει στη “μείωση των επιπέδων έντασης” στο Σουδάν, ανακοίνωσε το υπουργείο Εξωτερικών της Σαουδικής Αραβίας.
Καθώς οι αεροπορικές επιδρομές και οι εκρήξεις συνέχιζαν να συγκλονίζουν όλη την ημέρα διάφορες συνοικίες του Χαρτούμ, ο στρατός του στρατηγού ‘Αμπντελ Φάταχ αλ-Μπουρχάν ανακοίνωσε χθες βράδυ ότι έστειλε διαπραγματευτές στη Σαουδική Αραβία, έπειτα από 21 ημέρες μαχών που μετρούν 700 νεκρούς, 5.000 τραυματίες, 335.000 εκτοπισμένους και 115.000 πρόσφυγες.
Οι απεσταλμένοι θα συναντηθούν στην Τζέντα για να “συζητήσουν τις λεπτομέρειες της εκεχειρίας” που έχει ανανεωθεί αρκετές φορές αλλά δεν τηρείται ποτέ, εξήγησε ο στρατός, χωρίς το άλλο στρατόπεδο, των Δυνάμεων Ταχείας Υποστήριξης, του στρατηγού Μοχάμεντ Χαμντάν Ντάγκλο, να έχει προβεί σε κάποιο σχόλιο επί του παρόντος.
Εδώ και μέρες, ο απεσταλμένος του ΟΗΕ στο Σουδάν Φόλκερ Πέρτες εξηγεί ότι οι δύο εμπόλεμες πλευρές δηλώνουν “έτοιμες να αρχίσουν τεχνικές συζητήσεις” που θα αφορούν μόνο τους όρους μιας κατάπαυσης του πυρός, αναφέροντας τη Σαουδική Αραβία ως πιθανό τόπο συνάντησης.
Μια επιστροφή στις πολιτικές διαπραγματεύσεις για το μέλλον μιας χώρας, που βγήκε το 2019 από 30 χρόνια στρατιωτικο-ισλαμιστικής δικτατορίας για να περάσει εκ νέου στον έλεγχο των στρατιωτικών με το πραξικόπημα των δύο στρατηγών το 2021, θα είναι εφικτή μόνο μετά από μια πραγματική εκεχειρία, είχε δηλώσει.
Εκτός από τα άμεσα θύματα, αυτός ο νέος πόλεμος αυξάνει την πείνα, μια μάστιγα που ήδη έπληττε έναν στους τρεις Σουδανούς. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, από 2 έως και 2,5 εκατομμύρια επιπλέον άνθρωποι μπορεί να υποφέρουν από οξύ υποσιτισμό σε έξι μήνες εάν η σύγκρουση συνεχιστεί.
Απέναντι στην “καταστροφή” που καταγγέλλουν οι ανθρωπιστικές οργανώσεις, η διεθνής κοινότητα δυσκολεύεται να δράσει οργανωμένα. Το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ θα πραγματοποιήσει ειδική συνεδρίαση στις 11 Μαΐου, σχεδόν ένα μήνα μετά την έναρξη των εχθροπραξιών.
Την Κυριακή, οι υπουργοί των χωρών του Αραβικού Συνδέσμου αναμένεται να εξετάσουν “το θέμα του Σουδάν” για το οποίο είναι βαθιά διχασμένοι, έπειτα από αρκετές συζητήσεις μεταξύ των ηγετών της Αφρικανικής Ένωσης (ΑΕ) και της IGAD, του περιφερειακού οργανισμού της Ανατολικής Αφρικής.
Η διαμεσολάβηση των ΗΠΑ και της Σαουδικής Αραβίας δεν φαίνεται να συγκλίνει πάντα με τις άλλες περιφερειακές προσπάθειες για να σιγήσουν τα όπλα.
Στην Ουάσινγκτον, ο Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν επέσεισε την Πέμπτη την απειλή των κυρώσεων, αλλά περιορίστηκε να καταγγέλλει “τα άτομα που απειλούν την ειρήνη”, χωρίς να κατονομάσει.
Για τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών, πρέπει να αναμένεται μια “παρατεταμένη” σύγκρουση στη χώρα των 45 εκατομμυρίων κατοίκων, γιατί “τα δύο στρατόπεδα πιστεύουν ότι μπορούν να κερδίσουν στρατιωτικά και δεν έχουν πολλούς λόγους για να πάνε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων” προκειμένου να συζητήσουν το πολιτικό τους μέλλον.
Ο ΟΗΕ προειδοποιεί ότι 860.000 άνθρωποι, Σουδανοί αλλά και πολλοί Νοτιοσουδανοί επιστρέφοντας στη χώρα τους, μπορεί να περάσουν τα σύνορα τους επόμενους μήνες και ζητεί 402 εκατομμύρια ευρώ για να βοηθήσει τη χώρα, μια από τις φτωχότερες στον κόσμο.
“Περισσότεροι από 56.000 άνθρωποι” έφθασαν στην Αίγυπτο, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, “30.000 στο Τσαντ”, “πάνω από 12.000” στην Αιθιοπία και 10.000 στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία.
Η Αφντάλ ‘Αμπντελ Ραχίμ περιμένει να περάσει στην Αίγυπτο. “Όταν άρχισε ο πόλεμος, με βομβαρδισμούς και αεροπορικά πλήγματα” διηγείται στο Γαλλικό Πρακτορείο, “αφήσαμε τα σπίτια μας και καταφύγαμε στο Ουάντι Χάλφα”, την τελευταία πόλη πριν από την Αίγυπτο, όπου συνωστίζονται χιλιάδες Σουδανοί για να διαφύγουν από τον πόλεμο.
Στο Νταρφούρ, στα δυτικά σύνορα του Τσαντ, πολίτες έχουν οπλιστεί για να συμμετάσχουν στις συγκρούσεις στις οποίες πολεμούν ο στρατός, παραστρατιωτικοί και μαχητές φυλών ή αντάρτες, σύμφωνα με τον ΟΗΕ.
Η μη κυβερνητική οργάνωση Norwegian Refugee Council (NRC), τα γραφεία της οποίας λεηλατήθηκαν, μετρά “τουλάχιστον 191 νεκρούς, δεκάδες σπίτια καμένα και χιλιάδες εκτοπισμένους” σε αυτήν την περιοχή που καταστράφηκε τη δεκαετία του 2000 από μια σύγκρουση που προκάλεσε τον θάνατο σχεδόν 300.000 ανθρώπων και 2,5 εκατομμύρια εκτοπισμένους, σύμφωνα με τον ΟΗΕ.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, μάχες έγιναν επίσης την Πέμπτη στο Ελ-Ομπέιντ, 300 χιλιόμετρα νότια της πρωτεύουσας.
Στην παράκτια πόλη Πορτ-Σουδάν, που δεν είχε γνωρίσει τη βία, ο ΟΗΕ και όλο και περισσότερες ΜΚΟ προσπαθούν να διαπραγματευτούν την παράδοση αυτών των φορτίων στο Χαρτούμ και το Νταρφούρ, όπου νοσοκομεία και αποθέματα ανθρωπιστικής βοήθειας λεηλατήθηκαν και βομβαρδίστηκαν.
Εξάλλου, άλλα 2 έως και 2,5 εκατομμύρια άνθρωποι μπορεί να υποφέρουν από οξύ υποσιτισμό στο Σουδάν, και να αυξηθεί ο συνολικός αριθμός σε τουλάχιστον 19 εκατομμύρια σε έξι μήνες εάν συνεχιστεί η σύγκρουση, δήλωσε την Παρασκευή εκπρόσωπος του ΟΗΕ.
“Το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα προβλέπει ότι ο αριθμός των θυμάτων της οξείας επισιτιστικής ανασφάλειας θα αυξηθεί από 2 έως και 2,5 εκατομμύρια, με συνέπεια να αυξηθεί ο συνολικός αριθμός σε 19 εκατομμύρια μέσα τους επόμενους τρεις με έξι μήνες, εάν η σύγκρουση”, δήλωσε ο Φαρχάν Χακ, αναπληρωτής εκπρόσωπος του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ.
Σύμφωνα με την έκθεση του Παγκόσμιου Επισιτιστικού Προγράμματος, στις αρχές του 2023, 16,8 εκατομμύρια Σουδανοί — από σχεδόν 50 εκατομμύρια κατοίκους — υπέφεραν από σοβαρή επισιτιστική ανασφάλεια, ήδη ένα εκατομμύριο περισσότερο σε σχέση με έναν χρόνο νωρίτερα.
“Τον Μάιο του 2023, λαμβάνοντας υπόψη τη σύγκρουση που μαίνεται, μπορούμε να εκτιμήσουμε συντηρητικά ότι ο αριθμός των θυμάτων της σοβαρής επισιτιστικής ανασφάλειας θα αυξηθεί σε τουλάχιστον 19 εκατομμύρια (σχεδόν το 40% του πληθυσμού) σε τρεις με έξι μήνες”.
Οι περιοχές που αναμένεται να πληγούν περισσότερο, με το ήμισυ και πλέον του πληθυσμού τους να πλήττεται, είναι οι πολιτείες του Δυτικού Νταρφούρ, του Δυτικού Κορντοφάν, του Γαλάζιου Νείλου, της Ερυθράς Θάλασσας και του Βόρειου Νταρφούρ.
Η έκθεση διευκρινίζει ότι τον Μάρτιο του 2023, 14,8 εκατομμύρια νοικοκυριά δεν είχαν τα μέσα να αγοράσουν “ένα καλάθι τα βασικά τρόφιμα”, όπως σόργο, σιτάλευρο, φιστίκια. “Αυτό είναι ήδη ένα ανησυχητικό στατιστικό στοιχείο”, σχολιάζει το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα. Αν συνεχιστεί η σύγκρουση όμως, η τιμή αυτού του “καλαθιού με τα βασικά τρόφιμα” θα αυξηθεί κατά 25% σε τρεις έως έξι μήνες και 18 εκατομμύρια νοικοκυριά δεν θα μπορούν πλέον να το αγοράσουν.