Φωτογραφία: Serge Koz.
«Κανείς δεν θα μάθει ποτέ αν είναι περισσότερο η ανάγκη να φύγει από το Αυτό, το πανομοιότυπο, λες, και αιώνια επαναλαμβανόμενο ή ο καθαρός πόθος για το Άλλο, το διαφορετικό, το ξένο, το απρόβλεπτο. Κανείς δεν θα μάθει ποτέ αν είναι μεγαλύτερος ο πόθος της φυγής ή απλώς εκείνη η μυστήρια έλξη προς το αείποτε διαφεύγον, που δεν είναι “δικό σου”, δεν το γνωρίζεις, δεν το κατέχεις και παρ’ όλα αυτά το επιθυμείς. (…)
»Κανείς δεν θα καταλάβει τη μαγεία και τη μέθη, τη μετάλλαξη των ανθρώπων τη στιγμή που ανοίγονται στον δρόμο και συναντούν άλλους τόπους και άλλους ανθρώπους -άγνωστους έτσι κι αλλιώς στη μοναξιά του όντος, αλλά περιστασιακώς οικείους στην τυχαία συνάντηση των βλεμμάτων-, την έκλυση αδρεναλίνης, τη χημεία που αλλάζει στον τρόπο με τον οποίο βλέπει κανείς τον εαυτό, τον άλλο, τον κόσμο, τη ζωή. (…)
»Θα βάλω και φέτος Μάρτη στο χέρι και θα οργανώσω και όμιλο για την υπεράσπιση του κόκκινου και του άσπρου, της πιο ωραίας διαπλοκής που γνώρισε ποτέ αυτός ο τόπος. Δεν θα ‘ναι βεβαίως γιατί φοβάμαι μήπως με κάψει ο ήλιος. Θα φορέσω Μάρτη στο χέρι, γιατί βεβαίως και κάνω πολιτική. Μια πολιτική που υπολογίζω να αποδώσει σ’ αυτή τη χώρα στις επόμενες δεκαετίες ή λίγο αργότερα. Τότε, πιθανόν, αυτή η μνήμη της ασπροκόκκινης κλωστής να συνιστά μνήμη της παιδικότητας για την ανθρωπότητα, μνήμη α-νόητη γι’ αυτό και επικίνδυνη, μνήμη που δεν θα καταλάβουν ποτέ οι τεχνητές νοημοσύνες και τα ανδροειδή με τα εμφυτευμένα λογισμικά.
»Η μάνα μου γελάει και παραξενεύεται. Δεν καταλαβαίνει κάθε Μάρτη αυτή την εμμονή που κρέμεται από μια κλωστή, την ακροβασία πάνω στο σχοινί της αποδοχής μιας οριστικής ήττας: Να μεγαλώνεις ωραίος σαν παιδί.»
Από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Καρεμφύλλη «Η τρυφερή σοφία», εκδ. Εντευκτηρίου.
Επιμέλεια – Παρουσίαση: Ειρήνη Λαλάκη