Η Προεδρίας της Δημοκρατίας εκφράζει έκπληξη και απογοήτευση για ισχυρισμούς του Γενικού Ελεγκτή Οδυσσέα Μιχαηλίδη, ενώπιον της Επιτροπής Οικονομικών της Βουλής, για δήθεν μη σύννομες διαδικασίες πρόσληψης τεσσάρων υπαλλήλων της Προεδρίας. Χαρακτηρίζει τους ισχυρισμούς αβάσιμους και επικρίνει τον Ελεγκτή για προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων.
Σε ανακοίνωση η Προεδρία αναφέρει πως ο Ελεγκτής, με τη δημόσια τοποθέτηση του, “έχει παραβιάσει τους στοιχειώδεις κανόνες λειτουργίας της Υπηρεσίας του καθότι, ενώ με επιστολή του προς την Προεδρία ημερομηνίας 22 Οκτωβρίου 2021 ζητούσε τις απόψεις της Προεδρίας σε σχέση με τους ισχυρισμούς του, μέχρι τις 3 Νοεμβρίου ο ίδιος επέλεξε να παραβιάσει τους δικούς του δεοντολογικούς κανόνες και να δημοσιοποιήσει τους ανυπόστατους ισχυρισμούς του”.
Η Προεδρία κάνει λόγο για αντιδεοντολική προσπάθεια του Ελεγκτή να δημιουργήσει αρνητικές εντυπώσεις για την Προεδρία, προκαταλαμβάνοντας το πόρισμα του, με τρόπο που δεν λαμβάνει υπόψη, όχι μόνο τις απόψεις της Προεδρίας, αλλά και άλλων αρμόδιων φορέων.
Σύμφωνα με την Προεδρία, οι ισχυρισμοί του Γενικού Ελεγκτή είναι παντελώς αβάσιμοι “καθότι η μετατροπή του καθεστώτος εργοδοτουμένων με συμβάσεις αγοράς/μίσθωσης υπηρεσιών σε συμβάσεις εργοδοτουμένων αορίστου χρόνου, αποτελεί ένα φαινόμενο που παρατηρήθηκε γενικά στη Δημόσια Υπηρεσία, ειδικότερα στο παρελθόν και οι συγκεκριμένες περιπτώσεις των συνεργατών του Προέδρου δεν αποτελούν εξαίρεση”.
Εξηγεί ότι τα εν λόγω πρόσωπα εργάζονται από το 2013 μέχρι σήμερα στην Προεδρία της Δημοκρατίας και ότι το 2018, υπέβαλαν αίτημα προς τον διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως το αρμόδιο πρόσωπο, για να εξεταστεί με βάση τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο κατά πόσο η απασχόληση τους αφορά απασχόληση μισθωτού προσώπου.
“Διευκρινίζουμε ότι δικαίωμα εξέτασης ανάλογων αιτημάτων έχει μόνο ο Διευθυντής Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ούτε ο Υπουργός ούτε το Υπουργικό Συμβούλιο. Εφόσον η γνωμοδότηση του Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η οποία δόθηκε στις 28 Φεβρουαρίου του 2018 στον Προϊστάμενο Διοίκησης της Προεδρίας, ήταν θετική, τότε απέκτησαν το δικαίωμα μετατροπής της σύμβασης τους σε αορίστου χρόνου”, διευκρινίζει η Προεδρία.
Αναφέρει στην ανακοίνωση πως τυχόν άρνηση του Προϊστάμενου Διοίκησης Προεδρίας να ικανοποιήσει το αίτημα των τεσσάρων υπαλλήλων, θα συνιστούσε άδικη μεταχείριση εναντίον τους και αρνητική διάκριση έναντι εκατοντάδων άλλων ανάλογων περιπτώσεων, προσώπων για τα οποία άλλαξε το καθεστώς εργοδότησης τους, ακολουθώντας τις νόμιμες διαδικασίες, μέσω του Διευθυντή του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αλλά και δεδομένων των θετικών συστάσεων του ΤΔΔΠ.
“Καταγράφουμε το γεγονός ότι ο Γενικός Ελεγκτής, από τις εκατοντάδες περιπτώσεις επέλεξε να ασχοληθεί με μόνο τέσσερις εξ αυτών οι οποίες αφορούν εργαζόμενους στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Διερωτόμαστε εάν αυτοί οι εργαζόμενοι έχουν λιγότερα δικαιώματα από όλους τους υπόλοιπους”, αναφέρεται στην ανακοίνωση με την Προεδρία να σημειώνει ότι θα ανέμενε κανείς ότι το αντικείμενο εξέτασης θα ήταν το γεγονός ότι στη Δημόσια Υπηρεσία σήμερα υπάρχουν πέραν των 9.000 αορίστου χρόνου εργαζόμενοι καθώς και ο τρόπος με τον οποίον έχει μετατραπεί το καθεστώς εργοδότησης τους σε αορίστου χρόνου, αντί να γίνεται επιλεκτική αναφορά στα συγκεκριμένα τέσσερα πρόσωπα.
Επιπλέον, αναφέρει, θα ανέμενε κάποιος να υπογραμμιστεί ότι έχει πλέον αυστηροποιηθεί το πλαίσιο κατά τρόπο που εμποδίζεται η μετατροπή εργοδοτούμενου σε αορίστου χρόνου.
“Σημειώνουμε ακόμη ότι η νομική ερμηνεία του σχετικού νόμου στην οποία καταλήγει πάσχει σοβαρά και δεν αποδίδει ούτε το γράμμα ούτε και το πνεύμα του νόμου. Ο αρμόδιος για να ερμηνεύσει τους νόμους, με βάση του άρθρο 113 του Συντάγματος, είναι ο Γενικός Εισαγγελέας στον οποίον όφειλε να απευθυνθεί πριν καταλήξει στα όποια ανυπόστατα ισχυρίζεται. Καταλήγοντας σημειώνουμε πως οι ενέργειες της Προεδρίας εδράζονται και σέβονται το σύνολο των νομοθεσιών, με διασφάλιση της διαφάνειας και των αποτελεσματικών διαδικασιών”, αναφέρει η ανακοίνωση.