Φωτογραφίες από τη μικρή κοινότητα της Κορφής στη Λεμεσό

Του Δημήτρη Στρατή

Ζεστές φλαούνες εξέρχονται με τον «φουρνόφκιο» από τον πυρωμένο φούρνο. Ελιόπιτες, χαλουμόπιτες, ζεστό ψωμί, ολοστρόγγυλα κουλούρια, κρασί «από το καλό». Αυγά κόκκινα και ποικιλόχρωμα.

Εικόνες μαύρες κι ο Γολγοθάς του καθ’ ενός. Λουλούδια μυρωδάτα και λιβάνια. «Έραναν τον Τάφο» και «ω… γλυκύ μου Έαρ». Χέρια σφιγμένα.

Το μάζεμα παλιών ξύλων και γέρικων κορμών την προηγούμενη μέρα. Το κάψιμο κάποιου Ιούδα σε μια «λαμπρατζιά». Οι φλόγες της, που αναπηδούν και χορεύουν ολούθε, μες τη νύχτα. Τα κάρβουνα της φωτιάς που τελικά καταλήγουν σε κάποια «φουκού» για το ψήσιμο της σούβλας.

Ένα κερί αναμμένο για όσους έφυγαν για πάντα. Λαμπάδες όμορφες και άσχημες. Καμπάνες αναστάσιμες. Μελωδίες. Μικρά παιδιά, τρέχουν ανέμελα στο προαύλιο της μικρής εκκλησιάς. Ανθισμένες αμυγδαλιές στην χαμογελαστή άνοιξη. Ούτε κρύο, ούτε ζέστη… θαλπωρή μόνο. Μια κατάνυξη. Μια σούπα ζεστή. Πειράγματα, αστεία κι άλλοτε γέλια δυνατά στη μικρή πλατεία.

Τα πράγματα δεν είναι ποτέ ρόδινα, είναι όμως… απλά. Άνθρωποι καθημερινοί, εγκάρδιοι. Ξέχασαν για λίγο σκοτούρες, παλιούς και μελλούμενους πόνους και βάσανα. Δύο φίλοι που είχαν καιρό να τα πουν αντάμωσαν πάλι, μ’ ένα κτύπημα στην πλάτη. Οι καμινάδες μαυρίζουν σε απόλυτη αρμονία.

Ένα τραπέζι μεγάλο για συγγενείς και φίλους. Ποτήρια υψωμένα και τσουγκρίσματα. Το δέσιμο της γεύσης με την στιγμή. Μια σιγή… ο παππούς θα πει το δικό του τραγούδι… «Εγώ βοσκός γεννήθηκα…» ή «Το Χοιρίν». Το χτύπημα των πιρουνιών στα λευκά πιάτα. «Εις υγείαν». Μια παράφωνη κομπανία, με άναρθρες κραυγές, θα πει τα επόμενα άσματα.

Η μέρα των παιγνιδιών ακολουθεί. Το γαϊδουράκι του κυρ Αντώνη, περνά όπως πάντα με το κεφάλι σκυφτό. Τα μεγάλα αυτιά του, καταλαβαίνουν ξάφνου, ότι κάτι αλλιώτικο συμβαίνει. Μ’ ένα μακρόσυρτο γαϊδουρινό ήχο, σημαίνει την έναρξη των εορτασμών. «Ζίζιρος», «θκύο να βρω… τρείς να μεν έβρω», «αππήησεν ο Κάμηλος» και τα λοιπά.

Αποκομμένοι από όλους κι απ’ όλα, με κατ’ επιλογήν κινητά τηλέφωνα κλειστά. Χρόνια μετά, τα πάντα μοιάζουν κάπως διαφορετικά και τόσο ίδια. Ξημέρωσε… κι είναι Πάσχα… στο μικρό χωριό. «Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ μόνο ετούτον αγαπώ» και «πολλά δεν θέλει ο άνθρωπος να ν’ ήμερος να ‘ναι άκακος/λίγο φαΐ λίγο κρασί/Χριστούγεννα κι Ανάσταση (…) Χαρά στους που ‘ναι οι Δυνατοί/γι’ αυτούς δεν έχει “εγώ” και “συ”».

Υ.Γ. Τα πιο πάνω σχετίζονται με βιώματα του γράφοντος και πολλών άλλων εικάζω. Μεγάλες οι αποστάσεις τελευταία. Η μνήμη, όμως, δεν καταλαβαίνει από μέτρημα και αριθμούς. Περιμένει σε κάποια γωνιά του δρόμου για να σε αγαλλιάσει πάλι, με μικρές ξεχασμένες χαρές. Χρόνια πολλά.

 

Οι απόψεις εκφράζουν τον συντάκτη τους και δεν αντιπροσωπεύουν κατ’ ανάγκην την άποψη του Καναλιού 6