Η πανδημία δεν θα ελεγχθεί πλήρως μέσα στο 2021, «που σημαίνει ότι θα είναι μαζί μας, μάλλον σε ηπιότερη μορφή και το 2022», λέει στο ΚΥΠΕ ο Επικεφαλής της Συμβουλευτικής Επιστημονικής Επιτροπής, Επίκουρος Καθηγητής Παθολογίας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο και Παθολόγος με εξειδίκευση στον Έλεγχο Λοιμώξεων, Δρ Κωνσταντίνος Τσιούτης.
Ερωτηθείς για την επιδημιολογική εικόνα της Κύπρου σε συνδυασμό ότι, παρά την βελτίωση σε κάποιες περιοχές, βλέπουμε ακόμη αυξημένο ποσοστό θετικότητας και την ίδια ώρα συνεχίζει να καταγράφεται υψηλό ποσοστό νοσηλευόμενων καθώς και θάνατοι, ο Δρ. Τσιούτης είπε ότι όντως τις τελευταίες μέρες βλέπουμε μια βελτίωση στο ποσοστό θετικότητας, όμως είναι πολύ νωρίς ακόμα.
«Αυτό καταρχάς δείχνει την κατάσταση στην κοινότητα και άρα δεν σχετίζεται με τον αριθμό τον νοσηλευόμενων που βλέπουμε σήμερα στα Νοσοκομεία. Οι νοσηλευόμενοι στα Νοσοκομεία σήμερα, είναι άτομα που προέρχονται από επαφές των τελευταίων δύο, τριών εβδομάδων. Άρα, η όποια αλλαγή στους αριθμούς των νοσηλευόμενων θα παρατηρηθεί κάποιες εβδομάδες μετά την αλλαγή του ποσοστού που βλέπουμε στην κοινότητα. Αυτό είναι το ένα», πρόσθεσε.
Το δεύτερο, συνέχισε ο Δρ. Τσιούτης, «είναι αυτό που σας είπα, ότι ναι, εδώ και τέσσερις πέντε μέρες υπάρχει μια βελτίωση στο ποσοστό θετικότητας, αλλά αυτό είναι κάτι το οποίο θα χρειαστεί να παραμείνει για αρκετό καιρό ή και να βελτιωθεί ακόμα περισσότερο, για να πούμε ότι η Κύπρος σιγά-σιγά βγαίνει από τα κρίσιμα επίπεδα στα οποία βρίσκεται».
«Εκεί που σας είπα για τους νοσηλευόμενους, υπάρχουν και οι θάνατοι. Και αυτοί προέρχονται από προηγούμενες επαφές, από άτομα που νόσησαν προηγουμένως. Άρα, το τρίτον, ότι και θανάτους θα συνεχίσουμε να βλέπουμε δυστυχώς καθημερινά, εφόσον τις προηγούμενες εβδομάδες είχαμε τόσο ψηλό αριθμό κρουσμάτων στην κοινότητα και τόσο ψηλό ποσοστό θετικότητας. Άρα, και αυτό θα αργήσουμε να το δούμε να αλλάζει. Όλα αυτά, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσοστό θετικότητας που βελτιώθηκε, θα παραμείνει βελτιωμένο», συμπλήρωσε.
Όπως είπε, «βλέπουμε αυτή την αλλαγή τώρα που ξεκίνησε, γύρω στις 10 με 11 Ιανουαρίου, γιατί προφανώς τα μέτρα του Δεκέμβρη έχουν αρχίσει και έχουν αποτέλεσμα».
Αυτή η βελτίωση, συνέχισε ο Δρ. Τσιούτης, αν είναι πραγματική, -αυτό θα φανεί, θα επιβεβαιωθεί τις επόμενες μέρες-, δεν οφείλεται στο lockdown που ξεκίνησε πριν πέντε μέρες.
«Είναι πολύ νωρίς ακόμα για να δούμε αποτέλεσμα από το lockdown. Οφείλεται καθαρά στα μέτρα του Δεκέμβρη, τα οποία, ακριβώς επειδή υπήρχε μεγάλο φορτίο νόσου παγκύπρια, θα αργούσαν να αποδώσουν. Όπως και το γνωρίζαμε ότι θα αργούσαν να αποδώσουν», σημείωσε.
Σε ερωτήσεις, πότε αναμένεται να αξιολογήσει η επιδημιολογική ομάδα τα δεδομένα όπως διαμορφώνονται και τι αναμένεται να δούμε μετά τις 31 Ιανουαρίου, όπου και λήγει το lockdown, αν θα υπάρξει ολική ή σταδιακή άρση μέτρων και τι είναι αυτό που θα καθορίσει τα επόμενα βήματα, ο Δρ. Τσιούτης απάντησε ότι η επιδημιολογική ομάδα καθημερινά παρακολουθεί τα δεδομένα και ήδη έχει τεθεί προς συζήτηση το θέμα της χαλάρωσης των μέτρων.
«Ο πιο καθοριστικός παράγοντας και ο πιο καθοριστικός δείκτης για να μπορέσουμε να περάσουμε με ασφάλεια σε χαλάρωση, είναι να βελτιωθεί η κατάσταση στα Νοσοκομεία. Η πίεση λόγω του μεγάλου αριθμού των ατόμων που χρειάζονταν Νοσοκομείο, είναι αυτό που μας οδήγησε στο να εισηγηθούμε πιο αυστηρά μέτρα. Άρα, αυτή θα είναι και η προϋπόθεση για να μπούμε σε χαλάρωση ή να δούμε μια σημαντική βελτίωση στις νοσηλείες», πρόσθεσε.
Το πιο ασφαλές, συνέχισε ο Δρ. Τσιούτης, είναι όλα αυτά τα μέτρα που υπάρχουν τώρα να τηρηθούν, ούτως ώστε να αρχίσουν να επιδρούν και η τελευταία εβδομάδα του Γενάρη θα είναι η πιο καθοριστική.
«Πρέπει να θεωρήσουμε δεδομένο ότι η χαλάρωση θα φέρει αύξηση των περιστατικών. Για ποιο λόγο; Γιατί απλά θα αυξηθούν οι επαφές του κόσμου. Άρα, αναμένεται ούτως η άλλως μια χαλάρωση να φέρει αύξηση κρουσμάτων. Θα πρέπει στην περίοδο της χαλάρωσης και τα μέτρα και τα πρωτόκολλα που υπάρχουν να τηρούνται, αλλά να εξασφαλίζεται κιόλας ότι το σχέδιο χαλάρωσης θα είναι τέτοιο, ώστε να μας επιτρέπει να ανοίγουμε σιγά-σιγά, αλλά να μπορούμε να έχουμε και καλά αντανακλαστικά, ώστε να ελέγχουμε εγκαίρως μια ενδεχόμενη νέα έξαρση», συμπλήρωσε.
Άρα, είπε ο Δρ. Τσιούτης, θα είναι προσεκτικό, αργό, ειδικά στην αρχή, και πολύ στοχευμένο, «που σημαίνει συγκεκριμένοι χώροι θα αρχίσουν να ανοίγουν, ανάλογα – τουλάχιστον από δικής μας πλευράς- και με τον κίνδυνο, το ρίσκο μετάδοσης που υπάρχει, πόσο μεγάλο ρίσκο μετάδοσης υπάρχει στον κάθε χώρο που θα επιλέξουμε να ανοίξουμε».
«Δε θα πάμε να ανοίξουμε τους πιο επικίνδυνους χώρους. Ούτε να περιμένουμε ότι ο μέγιστος αριθμός επιτρεπόμενων ατόμων ξαφνικά θα αυξηθεί δραματικά τις πρώτες εβδομάδες του Φλεβάρη, ούτε ότι θα ανοίξουν πολλοί χώροι ταυτόχρονα που θα αυξήσουν το ρίσκο», πρόσθεσε.
Απαντώντας σε ερώτηση αν τους ανησυχούν οι μεταλλάξεις του ιού, ο Δρ. Τσιούτης είπε ότι οι μεταλλάξεις ήταν κάτι αναμενόμενο και πρόσθεσε ότι οι μεταλλάξεις αυτές που εμφανίστηκαν, – και αναφερόμαστε σε τρεις τουλάχιστον που έχουν φανεί ότι είναι παρόμοιες του Ηνωμένου Βασιλείου, της Νότιας Αφρικής και της Ιαπωνίας, που εντοπίστηκαν κάποιες μεταλλάξεις που προέρχονται από ταξιδιώτες από τη Βραζιλία-, έχουν κάποιες ομοιότητες, οι οποίες φαίνεται και από επιδημιολογικές συσχετίσεις, ότι αυτά τα στελέχη μεταδίδονται ευκολότερα από άνθρωπο σε άνθρωπο.
«Άρα, αυτό σημαίνει ότι ανεβάζουν τον αριθμό αναπαραγωγής. Κάνει τη δουλειά μας λίγο πιο δύσκολη, αλλά η βασική φιλοσοφία του ελέγχου της πανδημίας και οι στόχοι που υπάρχουν με τα μέτρα, παραμένουν οι ίδιοι», σημείωσε.
Ερωτηθείς αναφορικά με δημοσιεύματα στο διεθνή Τύπο που κάνουν λόγο για παρενέργειες από εμβόλια και αναφορικά με την ανακοίνωση του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων της Νορβηγίας ότι απεβίωσαν στη χώρα άτομα που είχαν κάνει το εμβόλιο κατά του κορωνοϊού και αν υπήρξε κάτι και στην Κύπρο, ο Δρ . Τσιούτης απάντησε ότι στην Κύπρο δεν υπάρχει καμία τέτοια ένδειξη.
«Και αυτό που όντως ανακοινώθηκε στη Νορβηγία, διερευνάται ακόμα. Άρα, και εμείς από πλευράς μας σαν γιατροί, θα πρέπει να περιμένουμε τα πορίσματα και την αναλυτική περιγραφή αυτών των περιστατικών για να καταλάβουμε αν όντως σχετίζονται με το εμβόλιο. Σχετίζονται χρονικά. Έτσι. Αυτή τη στιγμή η ανακοίνωση είναι: Άτομα τα οποία πρόσφατα έλαβαν το εμβόλιο, πέθαναν. Αλλά δεν ξέρουμε αν αιτιολογικά σχετίζονται με το εμβόλιο ακόμα. Μέχρι να δούμε περισσότερες λεπτομέρειες. Μέχρι τώρα στην Κύπρο έχει φανεί ότι το εμβόλιο ήταν εξαιρετικά ασφαλές. Δεν αναφέρθηκαν ανησυχητικά φαινόμενα», πρόσθεσε.
Σε παρατήρηση ότι η αμερικανική φαρμακευτική εταιρεία Moderna είχε ανακοινώσει ότι το εμβόλιο της δίνει έναν χρόνο ανοσίας και αν αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να επαναληφθεί το εμβόλιο, ο Δρ. Τσιούτης είπε ότι οι εκτιμήσεις αυτές για τη διάρκεια της ανοσίας από ένα εμβόλιο αποφασίζονται σε εργαστηριακές αναλύσεις που έγιναν, όπου είδαν πόσο δυνατή ήταν η ανοσολογική απάντηση στο εμβόλιο και τι διάρκεια είχε μέχρι τώρα.
«Δεν έχουμε κλείσει χρόνο από τότε που δοκιμάστηκαν αυτά τα εμβόλια στους ανθρώπους. Έχουν περάσει περίπου εφτά μήνες από τότε που ξεκίνησαν οι πρώτες κλινικές δοκιμές και όλοι αυτοί οι άνθρωποι παρακολουθούνται συνεχώς και φαίνεται ότι μέχρι τουλάχιστον τους εφτά μήνες, σίγουρα με δεδομένο από ανθρώπους, κρατάει η ανοσία. Η εκτίμηση ότι είναι ένας χρόνος, είναι μάλλον από εκτιμήσεις από αυτό που σας είπα. Τώρα, μπορεί να διαρκεί ακόμα περισσότερο. Δε το ξέρουμε. Αν χρειαστεί να ξανά εμβολιαστούμε, εξαρτάται κιόλας από το πόσος κόσμος μέσα σε αυτόν τον ένα χρόνο θα έχει εμβολιαστεί και πόσο θα έχει ελεγχθεί μέσω του εμβολιασμού η πορεία της πανδημίας, δηλαδή ακόμα θα έχουμε πολλά κρούσματα, θα έχουν μειωθεί, θα έχουν μειωθεί οι επιδημίες που παρατηρούνται; Είναι όλα αυτά τα πράγματα, τα οποία θα πρέπει να δούμε», πρόσθεσε.
Ο Δρ. Τσιούτης ανέφερε πως εκτιμά ότι η πανδημία δεν θα ελεγχθεί πλήρως μέσα στο 2021, «που σημαίνει ότι θα είναι μαζί μας, μάλλον σε ηπιότερη μορφή και το 2022».
«Άρα, αν όντως τα εμβόλια έχουν διάρκεια προστασίας ένα χρόνο, τότε θα χρειαστεί να το ξανά βάλουμε. Αλλά, από τα πράγματα τα οποία ακούμε, δεν γνωρίζουμε για να πούμε με βεβαιότητα», πρόσθεσε.
Ερωτηθείς για τις επικρίσεις που δέχονται ότι δε πάρθηκαν νωρίτερα κάποια μέτρα ή το ότι δεν έκλεισαν κάποια υπερκαταστήματα, με αποτέλεσμα να παρατηρείται κάποιος συνωστισμός, ο Δρ. Τσιούτης είπε ότι τα μέτρα που δεν πάρθηκαν νωρίτερα το έχουμε πει πολλές φορές ότι ακολουθούμε την επιδημιολογική κατάσταση και οι εισηγήσεις μας σαν Επιτροπή είναι με κλιμάκωση των μέτρων και όχι να κλείνουμε τα πάντα τόσο εύκολα.
«Ο λόγος που δεν κάναμε νωρίτερα lockdown ήταν γιατί θεωρήσαμε, -τουλάχιστον όσοι δεν το προτείναμε- ότι μπορούσε να ελεγχθεί με κλιμακωτά μέτρα η κατάσταση. Και όπως φαίνεται με τα αποτελέσματα των τελευταίων ημερών, όντως έτσι είναι. Όντως, η κατάσταση βελτιώνεται και μόνο με την κλιμάκωση των μέτρων, χωρίς lockdown. Αυτό είναι το ένα. Και το δεύτερον, ότι το lockdown είναι κάτι πολύ δεσμευτικό, το οποίο δεν ξέρεις ποια θα είναι η διάρκειά του», σημείωσε.
Άρα, συνέχισε ο Δρ. Τσιούτης, αν μπαίναμε σε lockdown αρχές Δεκέμβρη, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα ανοίγαμε μέσα στις γιορτές.
«Γιατί οι γιορτές είναι περίοδος πολύ υψηλού κινδύνου. Φάνηκε σε πολλές χώρες και φάνηκε και στην Κύπρο, όπου είδαμε πάρα πολλές επαφές το τριήμερο των Χριστουγέννων, το οποίο οδήγησε σε μια νέα έξαρση που παρατηρήσαμε την 1η ακόμα του Γενάρη. Δηλαδή, τα περιστατικά της 1ης του Γενάρη προκύψαν από επαφές του τριημέρου των Χριστουγέννων και το γεγονός ότι τέλος Δεκεμβρίου, γύρω στις 28 Δεκεμβρίου, μπήκε το νέο μέτρο, όπου περιορίστηκαν οι επαφές στα σπίτια, δείχνει το αποτέλεσμά του αυτές τις μέρες ήδη. Άρα, αν είχαμε lockdown αρχές Δεκεμβρίου δεν θα ανοίγαμε την περίοδο των γιορτών, γιατί απλά το ρίσκο να ανοίγαμε θα ήταν τεράστιο και θα ακύρωνε τον στόχο ενός lockdown εκείνη την περίοδο», συμπλήρωσε.
Επίσης, είπε ο Δρ. Τσιούτης, η επιδημιολογική κατάσταση της Κύπρου δεν δικαιολογούσε σε καμιά περίπτωση lockdown νωρίτερα.
«Τον Νοέμβριο για παράδειγμα. Σε καμία περίπτωση δεν το δικαιολογούσε. Και φάνηκε κιόλας, γιατί το πρόβλημα ήταν σε δύο επαρχίες. Εκεί είδαμε το πρόβλημα. Ελέγχθηκε το πρόβλημα με στοχευμένα μέτρα σε εκείνες τις Επαρχίες», πρόσθεσε.
Ο Δρ. Τσιούτης εξέφρασε την ελπίδα ότι αυτή θα είναι η τελευταία φορά που θα χρειαστεί να πάρουμε μέτρα και όντως από τον Φλεβάρη και μετά θα αρχίσει να χαλαρώνει η κατάσταση, «αλλά η προϋπόθεση γι΄ αυτό, από πλευράς δικής μας, είναι να προσπαθήσουμε να τηρήσουμε αυτά τα μέτρα όσο μπορούμε».
«Ο στόχος και η φιλοσοφία των μέτρων είναι η μείωση των επαφών μας. Άρα, καθημερινά πρέπει να έχουμε μειωμένο αριθμό επαφών, να μετακινούμαστε σε ένα συγκεκριμένο κλειστό κύκλωμα επαφών, να προστατεύσουμε τους γύρω μας και φυσικά, όσοι έχουν συμπτώματα να παραμείνουν περιορισμένοι, γιατί ο Covid αυτή την στιγμή είναι η πιο συχνή ίωση που έχουμε στην κοινότητα. Δεν παρατηρούνται τόσα πολλά περιστατικά με άλλες ιώσεις. Ο Covid είναι ο πιο συχνός. Άρα, ας ελπίσουμε ότι θα είναι η τελευταία φορά που θα χρειαστεί να κάνουμε θυσίες και υποχωρήσεις και σιγά-σιγά, από τον Φλεβάρη, θα δούμε το αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών», κατέληξε.