Το καλοκαίρι και υπό προϋποθέσεις τοποθετεί χρονικά μια ενδεχόμενη επιστροφή στην ομαλότητα ο Επικεφαλής της Επιστημονικής Ομάδας, Επίκουρος Καθηγητής Παθολογίας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο και Παθολόγος με εξειδίκευση στον Έλεγχο Λοιμώξεων, Δρ Κωνσταντίνος Τσιούτης, ο οποίος τονίζει ότι και μετά την έναρξη του εμβολιαστικού προγράμματος τα περιοριστικά μέτρα θα συνεχίσουν, ανάλογα με την επιδημιολογική εικόνα.

Σε δηλώσεις του στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο Δρ. Τσιούτης είπε ότι για να μπορέσουμε να πούμε ότι είμαστε ασφαλείς θα πρέπει να εμβολιαστεί ένα υψηλό ποσοστό του πληθυσμού και αυτό θα γίνει κατορθωτό, σύμφωνα και με το εμβολιαστικό πρόγραμμα, μέχρι το καλοκαίρι.

Όπως ανέφερε τα στοχευμένα μέτρα θα συνεχίσουν μέχρι τότε, ανάλογα και με τα επιδημιολογικά δεδομένα, ωστόσο, ξεκαθάρισε ότι εκτιμάται πως δεν θα είναι τόσο αυστηρά όπως τώρα.

Σε ερώτηση ποια θα πρέπει να είναι η συμπεριφορά του κόσμου μετά το εμβόλιο, ο Δρ. Τσιούτης ανέφερε πως «ακόμα είμαστε στην αρχή», για να προσθέσει πως «υπάρχει πάρα πολύς και δύσκολος δρόμος να διανύσουμε».

«Κατά αρχάς τα εμβόλια δεν θα έρθουν όλα μαζί. Δεν θα εμβολιαστεί όλο το ποσοστό του πληθυσμού που θέλουμε αμέσως. Θα γίνει σίγα – σιγά. Εννοείται ότι θα έχουμε μέτρα για αρκετό καιρό ακόμα. Βέβαια, όσο αυξάνεται ο κόσμος που εμβολιάζεται τόσο θα χαλαρώνουν τα μέτρα. Αλλά μέχρι τότε θα πρέπει να θεωρήσουμε δεδομένο ότι ο ιός θα κυκλοφορεί και θα μεταδίδεται κανονικά», ανέφερε.

Προτεραιότητα του προγράμματος εμβολιασμών η μείωση των νοσηλειών, άρα και οι θάνατοι

Διευκρίνισε πως προτεραιότητα του προγράμματος εμβολιασμών είναι πρώτον η προστασία των ατόμων, που έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να παρουσιάσουν σοβαρή νόσο, είτε να πεθάνουν και δεύτερον να προστατευτούν τα νοσηλευτήρια, μειώνοντας τις νοσηλείες μέσω του εμβολιασμού, αλλά προστατεύοντας και τους επαγγελματίες υγείας, που είναι στην πρώτη γραμμή.

Εξήγησε ότι με τον εμβολιασμό αναμένεται να αρχίσουν να μειώνονται οι νοσηλείες, άρα και οι θάνατοι.

Ακολούθως, είπε ότι αναλόγως της διαθεσιμότητας των δόσεων οι εμβολιασμού θα προχωρήσουν και με τις υπόλοιπες ομάδες που κυκλοφορούν, δραστηριοποιούνται και εργάζονται, για να σημειώσει πως «τότε θα αρχίσουμε να βλέπουμε το αποτέλεσμα του εμβολιασμού, ως προς τη μετάδοση του ιού».

Ερωτηθείς από το ΚΥΠΕ πόσο διάστημα εκτιμά ότι θα περάσει μετά τον εμβολιασμό, για να πούμε ότι είμαστε ασφαλείς, ο κ. Τσιούτης είπε πως «κάποιος που εμβολιάζεται με τα εμβόλια, που υπάρχουν τώρα, θα καταφέρει να κάνει ανοσία ένα μήνα μετά το πρώτο εμβόλιο», για να συμπληρώσει ότι «ακόμα και να εμβολιαστεί σήμερα, υπάρχει μια περίοδος σχετικού κινδύνου που πάλι μπορεί να κολλήσει».

Επίσης, ανέφερε πως «εξαρτάται από το πόσο γρήγορα θα έρθουν όλες οι δόσεις που έχουν παραγγελθεί», σημειώνοντας ότι σύμφωνα με το εμβολιαστικό πρόγραμμα του Υπουργείου Υγείας «βλέπουμε ότι μπαίνοντας στην Άνοιξη δεν θα έχει προλάβει να εμβολιαστεί το απαιτούμενο ποσοστό του πληθυσμού, που να είναι αρκετό για την αναχαίτιση της μετάδοσης».

Όπως είπε «αν εμβολιαστούν όλα αυτά τα άτομα, που περιμένουμε μέχρι τότε και αναλόγως των δόσεων και των εγκρίσεων των εμβολίων, τότε θα βρισκόμαστε σε ένα καλό σημείο και αναμένεται να μειωθούν οι νοσηλείες, ενώ θα έχει σε κάποιο βαθμό επιβραδυνθεί η μετάδοση μέσα στην κοινότητα, δηλαδή πιο δύσκολο να μεταδοθεί».

«Η γενική εκτίμηση, όχι μόνο για την Κύπρο, αλλά για όλο τον κόσμο είναι ότι θα φτάσουμε καλοκαίρι για να πούμε ότι εμβολιάστηκε αρκετό ποσοστό του πληθυσμού μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα μέτρα, που βλέπουμε τώρα, θα υπάρχουν και τότε. Να το ξεκαθαρίσουμε αυτό, για να μην απογοητευτεί ο κόσμος. Αλλά κάποια μέτρα πιο στοχευμένα θα υπάρχουν», ανέφερε.

Μελέτη για το ποσοστό του πληθυσμού που αρνείται να εμβολιαστεί

Σε ερώτηση αν έχουν γίνει σκέψεις για το πώς θα αντιμετωπιστεί η απροθυμία ορισμένων ομάδων να δεχτούν το εμβόλιο, ο Δρ. Τσιούτης είπε ότι γίνεται μια μελέτη πρόθεσης, ώστε να καταγραφεί το ποσοστό του πληθυσμού που δέχεται ή αρνείται να εμβολιαστεί.

Εξέφρασε, ωστόσο, την πεποίθηση ότι επειδή και άλλες χώρες έχουν ήδη ξεκινήσει τον εμβολιασμό -και επειδή όλη η Ευρώπη θα ξεκινήσει μαζί τον εμβολιασμό- αυτά είναι λόγος για να νιώσει την ασφάλεια που χρειάζεται να νιώσει ο κόσμος και να εμβολιαστεί.

Ανέφερε, μάλιστα, πως σχεδιάζεται και από πλευράς Υπουργείου Υγείας μια επικοινωνιακή εκστρατεία με συγκεκριμένους στόχους, ώστε να ενισχυθεί αυτό σταδιακά.

Σημείωσε ότι «οι λόγοι που κάποιος δεν θέλει να εμβολιαστεί είναι είτε γιατί εκ πεποιθήσεως δεν πιστεύει στην αποτελεσματικότητα των εμβολίων ή φοβάται για την ασφάλεια του», για να προσθέσει πως «πρέπει να πείσουμε τον κόσμο και για τα δύο».

Το εμβόλιο έχει αποδειχθεί ότι είναι αποτελεσματικό

Υπογράμμισε πως «το εμβόλιο έχει αποδειχθεί ότι είναι αποτελεσματικό και μάλιστα τα εμβόλια που αναμένεται να εγκριθούν σύντομα έχει διαφανεί ότι είναι ακόμα πιο αποτελεσματικά από όσο εκτιμούσαμε».

«Μέχρι τώρα έχουν εμβολιαστεί δεκάδες χιλιάδες εθελοντές και αυτή τη στιγμή τα έχουν λάβει εκατοντάδες χιλιάδες πληθυσμού σε άλλες χώρες και δεν έχει αναφερθεί κάτι ανησυχητικό», είπε.

Εξήγησε, τέλος, ότι οι όποιες παρενέργειες από ένα εμβόλιο εμφανίζονται στη συντριπτική πλειοψηφία τις πρώτες μέρες, μετά τον εμβολιασμό, προσθέτοντας ότι «έχουν παρατηρηθεί κάποια μεμονωμένα περιστατικά, τα οποία είναι και αναμενόμενα, όπως αλλεργία στο εμβόλιο, αλλά είναι εξαιρετικά χαμηλή η συχνότητα τους».