Πριν μερικά χρόνια, σε ένα όμορφο χωριό της Λεμεσού, διαλέξαμε για δεύτερη χρονιά να περάσουμε το Πάσχα μας.
Το χωριό αυτό, πέρα από τις ομορφιές του και τους φιλόξενους κατοίκους, έχει και έναν φωτισμένο πάτερ, που λειτουργεί στην εκκλησία του χωριού. Εκεί, μετείχα σε μια από τις πιο συγκινητικές λειτουργίες που βρέθηκα ποτέ.
Άκουγα απ’ όλους στο χωριό πόσο αγαπούν αυτόν τον πάτερ και όντως, παρακολουθώντας τον από μακριά, διέκρινα μια αγιοσύνη, βαθιά ταπεινότητα και ειλικρίνεια απέναντι στο λειτούργημά του.
Το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου καθόμασταν και οι δυο στα σκαλιά του καφενείου και βλέπαμε τα παιδιά μας να παίζουν – πατέρας πέντε παιδιών, αν θυμάμαι καλά, ο ίδιος – και πιάσαμε την κουβέντα. Όντως, η αύρα που έβγαζε από μακριά, έβγαινε και στον λόγο του. Μιλούσε ζεστά και ανθρώπινα.
Άρχισε να μου λέει για τα δικά του παιδικά χρόνια, καθώς καμάρωνε τα παιδιά που παίζανε, και θυμήθηκε τα Χριστούγεννα, όταν αυτός ήταν περίπου 8 χρόνων:
«Ήμασταν πολύ φτωχοί σαν οικογένεια, πολύ. Μέναμε στη Λεμεσό και ζούσαμε από τη βοήθεια του κόσμου. Πολυπληθής οικογένεια και λίγα χρήματα.
Εκείνα τα Χριστούγεννα ήρθαν να μας φέρουν τρόφιμα για να περάσουμε. Άνοιξε η μάνα μου τα κουτιά και εκεί που έβγαζε γάλα, μακαρόνια, αλεύρι, βρήκε μέσα και μια σακούλα με κουφέτες και μας τις έδωσε».
Και εκεί τα μάτια του άστραψαν. «Δεν φαντάζεσαι, μου λέει, τι χαρά έκανα. Ένα σακούλι για μας γεμάτο γλυκά. Και εκεί σιγουρεύτηκα ότι ο Θεός υπάρχει. Αφού μας σκέφτηκε και εμάς, και μας έστειλε κουφέτες, σίγουρα υπάρχει».
Νομίζω είναι η πιο όμορφη κουβέντα που άκουσα για τον Θεό. Ότι υπάρχει σ’ ένα σακούλι κουφέτες. Και τη χαρά του δώρου για ένα παιδί, δεν πρέπει να την ξεχνάμε ποτέ.
Οι απόψεις εκφράζουν τον συντάκτη τους και δεν αντιπροσωπεύουν κατ’ ανάγκην την άποψη του Καναλιού 6