Για δεύτερη φορά μέσα σε 2 χρόνια παραδόθηκε στις φλόγες στις 7 χθες βράδυ, ένα σπάνιο δείγμα της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς του 19ου αιώνα της Λεμεσού, το εγκαταλελειμμένο αρχοντικό Μαυροσκούφη στην οδό Σπάρτης, το παλαιότερο τρίπατο της πόλης, το οποίο οικοδομήθηκε το 1881.
Όπως δήλωσε σήμερα ο εκπρόσωπος της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, Ανδρέας Κεττής, η φωτιά τέθηκε υπό έλεγχο στις 8.30 χθες βράδυ, ενώ άλλες παλιές οικίες που γειτνιάζουν με αυτή, προστατεύθηκαν από την Πυροσβεστική και δεν κινδύνευσαν.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η φωτιά ξεκίνησε από άχρηστα αντικείμενα που ήταν διάσπαρτα στον 1ο όροφο και λόγω αυτής κατέρρευσε μέρος της οροφής.
Το πώς τέθηκε η φωτιά στα άχρηστα αντικείμενα εντός της οικίας, που τα τελευταία χρόνια κατέστη καταφύγιο αστέγων, διερευνάται.
Ο κ. Κεττής επισήμανε πως υπάρχει σοβαρό θέμα στατικής επάρκειας της κατοικίας, που είναι υποστυλωμένη στο εσωτερικό της και ήταν δύσκολη η είσοδος πυροσβεστών σε αυτήν.
Σύμφωνα με πληροφορίες του σταθμού, από πλευράς του Δήμου, που κλήθηκε από την πυροσβεστική στη σκηνή, η σύσταση ήταν να μην εισέλθουν πυροσβέστες σε αυτό, δεδομένης της επικινδυνότητάς του και των πολλών τόνων νερού που ρίχθηκαν στο κτήριο από χθες βράδυ.
Αξίζει να σημειωθεί πως, μέχρι πριν το μεσημέρι σήμερα, η οδός Σπάρτης ήταν αποκομμένη και μέλη της πυροσβεστικής έριχναν νερό εντός της οικίας, για την πλήρη κατάσβεση της φωτιάς.
Στο κτήριο, που δεν χρησιμοποιείται εδώ και δεκαετίες από τον ιδιοκτήτη του, είχε ξεσπάσει φωτιά και τα ξημερώματα της 25ης Ιανουαρίου του 2019.
Από τον Δήμο Λεμεσού μας λέχθηκε ότι η τοπική αρχή είχε περιφράξει το τρίπατο για μην εισέρχονται πρόσωπα εντός του, αφού είναι υποστυλωμένο κι επικίνδυνο, ωστόσο δεν μπορεί να παρέμβει περεταίρω σε σχέση με αυτό, αφού δεν έχει κριθεί ότι αποτελεί δημόσιο κίνδυνο.
Το κατά πόσο θα γίνει κάτι για να διασωθεί και αξιοποιηθεί το σημαντικό αυτό διατηρητέο οικοδόμημα, το οποίο υπάρχει και στο βιβλίο του ιστορικού ερευνητή-αρχιτέκτονα, Τάσου Ανδρέου, με τίτλο «Λεμεσός, αναδρομή μνήμης» και το οποίο χάνεται κομματάκι κομματάκι με την πάροδο του χρόνου και τις φωτιές, εναπόκειται στους ιδιοκτήτες του.