Του Μίμη Σοφοκλέους
Το τραγούδι “Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά”, σε στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου και μουσική του Απόστολου Καλδάρα, συνομιλεί υπόγεια αλλά ουσιαστικά με την Παραβολή του Ασώτου Υιού από το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο.
Η σύγκριση αποκαλύπτει μια κρίσιμη διαφοροποίηση στη στάση απέναντι στον έκλυτο βίο, ιδίως ως προς τη μορφή του πατέρα και την τελική συναισθηματική στάση του «υιού».
Στην ευαγγελική παραβολή, η πτώση του Ασώτου περιγράφεται συνοπτικά: σπατάλη της περιουσίας, πείνα, εξευτελισμός. Η αφήγηση, όμως, δεν εστιάζει στην ηθική καταδίκη, αλλά στη μεταστροφή και –κυρίως– στη στάση του πατέρα. Ο πατέρας τρέχει, αγκαλιάζει, αποκαθιστά τον υιό χωρίς ερωτήσεις. Η αμαρτία υποχωρεί μπροστά στη συγχώρεση· ο έκλυτος βίος δεν αποτελεί εμπόδιο για την επανένταξη, γιατί η πατρική αγάπη είναι άνευ όρων και προϋπάρχει της μετάνοιας.
Αντίθετα, στο τραγούδι της Παπαγιαννοπούλου η αφήγηση είναι εσωτερική, αυτοκατηγορητική και βαθιά κοινωνική. Ο αφηγητής βιώνει την πτώση του όχι απλώς ως ηθικό σφάλμα, αλλά ως κοινωνικό κατήφορο: «απ’ τα ψηλά στα χαμηλά», «απ’ τα πολλά στα λίγα».
Η επανάληψη «κανένας δε μου φταίει» μεταφέρει το βάρος αποκλειστικά στο υποκείμενο, χωρίς θεϊκή ή πατρική άφεση. Εδώ δεν υπάρχει πατέρας που τρέχει· υπάρχει ένας γιος που διστάζει. Η κρίσιμη διαφορά κορυφώνεται στην τελευταία στροφή: «Στο πατρικό το σπίτι μου / θέλω για να γυρίσω / με τι κουράγιο όμως να μπω / και στους δικούς μου τι να πω / πώς να τους αντικρίσω». Το πρόβλημα δεν είναι αν ο πατέρας θα δεχτεί τον γιο, αλλά αν ο γιος αντέχει το βλέμμα του πατέρα. Η ντροπή προηγείται της συγχώρεσης και ίσως την ακυρώνει.
Το «πώς να τους αντικρίσω» υποδηλώνει μια κοινωνία όπου η ηθική αποτυχία στιγματίζει όχι μόνο το άτομο αλλά και την οικογένεια («ρεζίλεψα… τ’ όνομα του πατέρα μου»). Ενώ ο Άσωτος της παραβολής επιστρέφει με σχέδιο μετάνοιας αλλά βρίσκει άνευ όρων αποδοχή, ο ήρωας του τραγουδιού μένει μετέωρος, παγιδευμένος ανάμεσα στην επιθυμία της επιστροφής και στην αδυναμία της.
Η λαϊκή ηθική του τραγουδιού είναι σκληρότερη: η ευθύνη είναι απόλυτη, η πτώση ανεξίτηλη, η πατρική μορφή σιωπηλή και πιθανώς αυστηρή.
Έτσι, το τραγούδι μετατοπίζει την έμφαση από τη θεία χάρη στη ανθρώπινη ντροπή, από τη λύτρωση στη συνείδηση. Δεν αναιρεί την παραβολή· την προσγειώνει σε έναν κόσμο όπου η συγχώρεση δεν είναι δεδομένη, αλλά ένα δύσκολο, σχεδόν αδύνατο βήμα.
Οι απόψεις εκφράζουν τον συντάκτη τους και δεν αντιπροσωπεύουν κατ’ ανάγκην την άποψη του Καναλιού 6.

