Στις 13 Ιανουαρίου του 1859, ο Κωστής Παλαμάς πρωτοαντίκρισε το φως του ήλιου στην Πάτρα. Όταν ήταν 7 χρονών έχασε μέσα σε 40 ημέρες και τους δύο γονείς του, οι οποίοι κατάγονταν από το Μεσολόγγι. Εκεί μετοίκησε ο ορφανός Κωστής, για να μείνει και να μεγαλώσει με την οικογένεια του θείου του. Η οικογένεια των Παλαμάδων έφερε βαριά ιστορία, καθώς οι πρόγονοι είχαν ενεργή παρουσία στην πνευματική και εκκλησιαστική ζωή του Μεσολογγίου αλλά και της Κωνσταντινούπολης. Όλοι τους ήταν λόγιοι και αγωνιστές της ελευθερίας. Στο Μεσολόγγι, ο Κωστής Παλαμάς έζησε μέχρι τα 16 του χρόνια, σε ένα σπίτι λογίων με βαριά πνευματική κληρονομιά, αυστηρές αρχές, κανόνες και απαγορεύσεις, σε κλίμα μάλλον σκοτεινό και καταθλιπτικό.
Ο Κωστής Παλαμάς γράφει το πρώτο του ποίημα στα 9 του χρόνια και πολύ συχνά από μικρό παιδί βρίσκει καταφύγιο στα πολλά βιβλία του σπιτιού όπου μεγαλώνει. Μοιάζει να τον πνίγει η ασάλευτη λιμνοθάλασσα τριγύρω, μοιάζει και να κατακλύζεται από τις νωπές τότε μνήμες της ηρωικής εξόδου του Μεσολογγίου, η οποία έχει γίνει μόλις 40 χρόνια πριν, μνήμες βαριές που ακόμα δεν έχουν προλάβει να γίνουν Ιστορία…
Στα 16 του ο Κωστής Παλαμάς εγγράφεται στη Νομική Σχολή των Αθηνών. Σύντομα όμως θα εγκαταλείψει τις σπουδές του για να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη φιλολογία και την ποίηση. Το 1886 είναι 27 χρονών και θα δημοσιεύσει την πρώτη του ποιητική συλλογή. Έκτοτε, θα εκδώσει 40 ποιητικές συλλογές και θα υπηρετήσει για μισόν αιώνα την τέχνη της γραφής σχεδόν σε όλες της τις εκδοχές: την ποίηση, την πεζογραφία, το θέατρο, τη δημοσιογραφία, την αρθρογραφία, τη μελέτη, τη δοκιμιογραφία, την κριτική. Θα ταχθεί από την αρχή και ξεκάθαρα υπέρ της χρήσης της δημοτικής γλώσσας, προσωρινά θα διωχθεί από το Πανεπιστήμιο για αυτό, αργότερα θα γίνει μέλος και πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ θα προταθεί 14 φορές για Νόμπελ.
Με το έργο του ο Κωστής Παλαμάς έγινε ο συνεχιστής του Διονύσιου Σολωμού, μας έμαθε τον Ανδρέα Κάλβο, μπόλιασε την ελληνική ποίηση των αρχών του 20ου αιώνα με τα νέα ευρωπαϊκά ρεύματα, έγινε δάσκαλος για τους νεότερους. Ήταν ο Κωστής Παλαμάς που γενναιόδωρα και άφοβα έγραψε για τον Γιάννη Ρίτσο «Παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις», προκαλώντας βέβαια όλη τη συντηρητική διανόηση της εποχής.
«Ακούστε. Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατί είμ’ εγώ κι ο κτίστης, ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης»., έγραφε ο Κωστής Παλαμάς στις αρχές του 1900.
Ο Κωστής Παλαμάς για πολλά χρόνια –και ίσως ακόμα- στο μυαλό των περισσότερων είναι ο γηραιός αυστηρός λιπόσαρκος κατηφής ποιητής με τα μεγάλα φρύδια και το σκοτεινό βλέμμα που έγραφε για ένδοξες πατρίδες. Ίσως πρέπει να περάσουν ακόμα χρόνια πολλά για να τον ανακαλύψουμε.
Πέθανε τον Φεβρουάριο του 1943, στην καρδιά της γερμανικής κατοχής. Ήταν 84 ετών. Η κηδεία του μετατράπηκε σε παλλαϊκή εκδήλωση αντίστασης εναντίον του κατακτητή, καθώς χιλιάδες Αθηναίοι και σχεδόν ολόκληρος ο πνευματικός κόσμος της Ελλάδας, πορεύτηκαν στους δρόμους τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο. Ήταν η πρώτη και μόνη φορά στη διάρκεια της Κατοχής που ακούστηκε δημόσια ο Ύμνος προς την Ελευθερία.
Επιμέλεια – Παρουσίαση: Ειρήνη Λαλάκη