Στις 22 Ιανουαρίου του 1788 γεννήθηκε στο Λονδίνο ο Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον, αυτός που όλοι εμείς πολλά χρόνια μετά θα γνωρίζαμε ως λόρδο Βύρωνα. Ο πατέρας του ήταν πλοίαρχος του βασιλικού ναυτικού, μέθυσος και βουτηγμένος στα χρέη. Η μητέρα του, Σκωτσέζα αριστοκρατικής καταγωγής, ξόδεψε μεγάλο μέρος της περιουσίας της για να αποπληρώσει τα χρέη του συζύγου της, γέννησε μόνη της τον γιο της, μόνη της και τον ανέθρεψε. Ο Μπάιρον γεννήθηκε με στρεβλοποδία, μια συγγενή δυσμορφία στο πόδι, που τον έκανε να κουτσαίνει σε όλη του τη ζωή. Κατά τα λοιπά, όλοι μιλούσαν για την ακαταμάχητη γοητεία του: τα σγουρά μαλλιά του, το αλαβάστρινο πρόσωπό του, τα γκρίζα μάτια του, όλοι μιλούσαν, «για μια σαγήνη στην οποία ούτε οι άνδρες ούτε οι γυναίκες μπορούσαν να αντισταθούν».
Ο Μπάιρον έγραψε ποιήματα, τα οποία τον έκαναν διάσημο διεθνώς. Τον έκαναν και ποθητό, μαζί με την προσωπικότητά του που μαγνήτιζε τους πάντες. Ο έρωτας, η αναγνώριση, η φήμη, ο πλούτος, και ό,τι άλλο μπορεί να απογειώσει (ή να καταβαραθρώσει) τον άνθρωπο έγιναν για τον Μπάιρον η καθημερινότητά του. Έφτασε στα άκρα, ερωτεύθηκε παράφορα, δοκίμασε ό,τι τον προκαλούσε, φέρθηκε άσχημα στις σχέσεις του, κατηγορήθηκε για άσωτο βίο, για ομοφυλοφιλία, για αιμομιξία, αδιαφόρησε για τις κοινωνικές συμβάσεις της συντηρητικής Αγγλίας, ενεπλάκη στην πολιτική υπερασπίζοντας τους αδύναμους και τα δικαιώματα των εργαζομένων.
Ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη, βρέθηκε στην αυλή του Αλή Πασά στα Γιάννενα, βρέθηκε στην Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη, διέσχισε κολυμπώντας τα στενά των Δαρδανελλίων, έζησε στην Ελβετία και την Ιταλία, έζησε και στην Ελλάδα, ξοδεύοντας την περιουσία του και αφιερώνοντας τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην απελευθέρωση των υπόδουλων Ελλήνων. Πέθανε στο Μεσολόγγι τη Δευτέρα του Πάσχα, στα 36 του χρόνια.
Επιμέλεια – Παρουσίαση: Ειρήνη Λαλάκη