Την 1η Ιανουαρίου του 1912, γεννήθηκε στις Κροκεές Λακωνίας, εκεί στην Πελοπόννησο, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ένας από τους σημαντικότερους ποιητές μας, αλλά και πεζογράφος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής.
Μέχρι τα 6 του χρόνια έζησε στο πατρικό του κτήμα στην Πλούμιτσα, στους πρόποδες του Ταϋγέτου. Όλα όσα έζησε εκεί τα πρώτα χρόνια της ζωής του, έγραψαν μέσα του βαθιά και αλλιώς: το αγαπημένο του βουνό, τα λιόδεντρα, οι άνθρωποι που δούλευαν τη γη, ο ήλιος, ο έναστρος ουρανός, ακόμα και οι εικόνες των αγίων στο ξωκκλήσι του Άη Γιώργη.
Δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα το 1933. Στα χρόνια που ακολούθησαν, πήγε στον πόλεμο, εντάχθηκε στην Αντίσταση, εργάστηκε ως δημοσιογράφος, γνώρισε τον Άγγελο Σικελιανό με τον οποίο υπήρξε φίλος μέχρι το τέλος, έκανε διάφορες δουλειές για να βιοπορίζεται αυτός και η οικογένειά του, όμως ποτέ δεν σταμάτησε να γράφει, ποτέ δεν έπαψε στα ποιήματά του να μιλάει για όσα τον πλήγωναν, όσα πίστευε πως έπρεπε να είναι αλλιώς. Τον διέγραψαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα για ένα του δοκίμιο, για ένα άλλο του βιβλίο κατηγορήθηκε ως προδότης από το ελληνικό κράτος, συχνά έμενε άνεργος λόγω των αριστερών του ιδεών, όταν έγινε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία και μετά στην Ιταλία. Στην Ευρώπη τιμήθηκε για το έργο του από διάφορα πανεπιστήμια, προτάθηκε τέσσερις φορές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, το 1974, βραβεύθηκε και από την Ακαδημία Αθηνών. Έχτισε στον τόπο που γεννήθηκε, στην Πλούμιτσα Λακωνίας, κάτω από τον αγαπημένο του Ταϋγετο ένα μικρό σπιτάκι και έζησε εκεί μέχρι τον θάνατό του, στα 79 του χρόνια.
«Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,/ δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω» έγραψε.
Επιμέλεια – Παρουσίαση: Ειρήνη Λαλάκη