Η Αναθρήκα, με το επιστημονικό όνομα Ferula communis, είναι γνωστή και με το όνομα Νάρθηκας και ανήκει στο γένος Ferula, το οποίο αριθμεί περίπου 170 είδη. Παρουσιάζει ιδιαίτερη προτίμηση σε ξηρά και άνυδρα εδάφη και χαρακτηρίζεται ως φωτόφυτο, γι’ αυτό τον λόγο στην Κύπρο η εξάπλωσή του είναι ευρεία και εκτείνεται κυρίως σε πεδινές και άνυδρες περιοχές.
Είναι ένα πολυετές, ποώδες φυτό, το ύψος του οποίου μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 3μ. Τα άνθη είναι μικρά, κίτρινα και βρίσκονται οργανωμένα σε σκιάδια δίνοντας την εντύπωση ότι πρόκειται για μεγάλο και ενιαίο άνθος. Η ανθοφορία γίνεται την περίοδο Απριλίου – Ιουνίου.
Τα φύλλα του είναι σύνθετα και υποδιαιρούνται σε πολλά φυλλάρια ενώ συγκεντρώνονται κυρίως στην βάση του φυτού. Τα φύλλα μοιάζουν με φύλλα μάραθου και έτσι το φυτό πολλές φορές αποκαλείται και Γιγάντιο Μάραθο. Αυτό όμως είναι μια λανθασμένη αντίληψη, αφού η Αναθρήκα και το Μάραθο ανήκουν σε δύο εντελώς διαφορετικά γένη.
Το φυτό θεωρείται τοξικό για τα αιγοπρόβατα, τα βοοειδή και τα άλογα. Ο βλαστός του φυτού μπορεί να καίγεται εσωτερικά χωρίς να καίγεται ο εξωτερικός φλοιός. Για τον λόγο αυτό το φυτό χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα ως δάδα, ενώ σύμφωνα με τη μυθολογία ο Προμηθέας, όταν έκλεψε την φωτιά από τους θεούς, χρησιμοποίησε κούφιους βλαστούς Αναθρήκας για να την παραδώσει στους ανθρώπους.
Επίσης, στην αρχαιότητα το φυτό αυτό ήταν αφιερωμένο στον θεό Διόνυσο και χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή των θύρσων, τα οποία ήταν τελετουργικά εξαρτήματα κατά τις Διονυσιακές πομπές και λατρείες τα οποία αποτελούσαν ευθύγραμμο ραβδί με φουντωτό άνθος στην κορυφή του.
Στην αρχαία Ελλάδα, η αναθρήκα, λόγω της ευλυγισίας και της αντοχής της, του μαλακού εσωτερικού και του μικρού βάρους της, χρησιμοποιήθηκε για σταθεροποίηση καταγμάτων και για τον λόγο αυτό στις μέρες μας το προστατευτικό των σπασμένων άκρων αποκαλείται «νάρθηκας», παραπέμποντας στην ελληνική ονομασία του φυτού.
Τέλος, στην Κύπρο ένα ιδιαίτερα περιζήτητο έδεσμα αποτελούν τα άσπρα μανιτάρια της αναθρήκας, τα οποία όπως υποδηλώνει και το όνομά τους εντοπίζονται σε περιοχές όπου αναπτύσσονται αναθρήκες, πάνω στις ρίζες των οποίων αναπτύσσονται το φθινόπωρο και την άνοιξη.
Έρευνα-Παρουσίαση:
Δρ Ανδρέας Χατζηχαμπής & Δρ Δήμητρα Παρασκευά-Χατζηχαμπή, Βιολόγοι – Περιβαλλοντολόγοι, Κυπριακό Κέντρο Περιβαλλοντικής Έρευνας και Εκπαίδευσης (www.kykpee.org) Ιεράς Μητρόπολης Λεμεσού